Toν λέγανε Ηλία.
Ψηλός, καστανόξανθος, με υπέροχα μελιά μάτια και ένα χαμόγελο που μ’ έκανε να κυλιέμαι στα πατώματα. Αρχές της δεκαετίας του ’80 και η νυν θείτσα, τότε χαριτωμένο σχολιαρόπαιδο, ερωτευμένο κάργα με τον όμορφο φοιτητή της φιλοσοφικής.
Ο Ηλίας ήταν νέος, ωραίος και κουλτουριάρης. Του άρεσε να ξαπλάρει στο γκαζόν του «βενιζέλου» και να λιάζεται, να διαβάζει Βίλχεμ Ράιχ και «Αντί», να πίνει Black Russian στο «Ντα» στα Εξάρχεια και να πηγαίνει σινεμά.
Αυτό το τελευταίο ήταν το Βατερλώ μου. Ο Ηλίας πήγαινε σινεμά μόνο εάν το επώνυμο του σκηνοθέτη τελείωνε σε –όφσκι, θεωρούσε τις αμερικάνικες ταινίες ανούσιες και βαρετές και βέβαια, δε σήκωνε κουβέντα για τα «Τσακάλια» που –αλοίμονο- λαχταρούσα σαν τρελή να δω διότι μου άρεσε τρελά ο Πάνος Μιχαλόπουλος, αλλά που να ξεστομίσω τέτοιο πράγμα χωρίς να θεωρηθώ κι εγώ «ανούσια» και «βαρετή» σαν τις αμερικάνικες ταινίες που τόσο πολύ σνόμπαρε ο έρωτας της ζωής μου.
Κάπως έτσι, για έναν μεγάλο έρωτα, αγαπητοί μου δεν είχα αφήσει –όφσκι για –όφσκι που να μην έχω παρακολουθήσει, ενώ το « Άστυ» στη Βουκουρεστίου είχε γίνει πια το δεύτερο σπίτι μου. Εκεί, στο πρώην κολαστήριο της Γκεστάπο, βίωσα κι εγώ την απόλυτη κόλαση της «Κάρμεν» του Γκοντάρ.
Τι ταινία κι αυτή… ακόμη θυμάμαι πόσο απίστευτα ηλίθια ένοιωσα που δεν είχα καταλάβει απολύτως τίποτα απ’ αυτά που ήθελε να πει ο ποιητής, όταν, μετά την προβολή, ο Ηλίας μου πήρε μια σοκολάτα ΙΟΝ από το περίπτερο και θέλησε να κουβεντιάσει μαζί μου για τα νοήματα της ταινίας, σ’ ένα παγκάκι της πλατείας Κλαυθμώνος. Δεν είχα καθόλου καταλάβει αγαπημένα μου ρεμάλια ότι στη σκηνή που ο πρωταγωνιστής κυνηγούσε την πρωταγωνίστρια – η οποία φορούσε ένα κόκκινο βρακί – ρωτώντας την εναγωνίως εάν είχε πλύνει τον πισινό της, διότι ήθελε να τη θωπεύσει στο συγκεκριμένο σημείο (πιστέψτε με, αυτός είναι ο πλέον κομψός τρόπος για να σας περιγράψω τη σκηνή), «ο Γκοντάρ ανέπτυσσε με την ταινία αυτή το διαλογισμό του πάνω στον κόσμο, στον άντρα και στη γυναίκα, στην ταυτότητα και την ετερότητα, στην προέλευση» όπως με ύφος χιλίων καρδιναλίων μου ανέλυσε ο Ηλίας.
Έξι μήνες και χιλιόμετρα σελιλόιντ μετά, ο Ηλίας κι εγώ χωρίσαμε. Η οριστική ρήξη ήλθε ένα βράδυ στο Παλλάς, όπου πήγαμε να παρακολουθήσουμε μια ταινία στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αλβανικού Κινηματογράφου (!). Θυμάμαι, πως αμέσως μετά τον επώδυνο χωρισμό, πήρα τηλέφωνο τη φίλη μου τη Μαρία, πήγα σπίτι της και αφού παραγγείλαμε πίτσα, είδαμε στο βίντεο τα «Τσακάλια»… (πολύ παιδί ο Μιχαλόπουλος!)
ΥΓ: Τη «Χρονιά με τα 13 φεγγάρια» δεν την είδα με τον Ηλία. Την είδα με τον Βαγγέλη – but that’s another story…