Αρχείο

Daily Archives: 31/05/2010

Toν λέγανε Ηλία.
Ψηλός, καστανόξανθος, με υπέροχα μελιά μάτια και ένα χαμόγελο που μ’ έκανε να κυλιέμαι στα πατώματα. Αρχές της δεκαετίας του ’80 και η νυν θείτσα, τότε χαριτωμένο σχολιαρόπαιδο, ερωτευμένο κάργα με τον όμορφο φοιτητή της φιλοσοφικής.
Ο Ηλίας ήταν νέος, ωραίος και κουλτουριάρης. Του άρεσε να ξαπλάρει στο γκαζόν του «βενιζέλου» και να λιάζεται, να διαβάζει Βίλχεμ Ράιχ και «Αντί», να πίνει Black Russian στο «Ντα» στα Εξάρχεια και να πηγαίνει σινεμά.
Αυτό το τελευταίο ήταν το Βατερλώ μου. Ο Ηλίας πήγαινε σινεμά μόνο εάν το επώνυμο του σκηνοθέτη τελείωνε σε –όφσκι, θεωρούσε τις αμερικάνικες ταινίες ανούσιες και βαρετές και βέβαια, δε σήκωνε κουβέντα για τα «Τσακάλια» που –αλοίμονο- λαχταρούσα σαν τρελή να δω διότι μου άρεσε τρελά ο Πάνος Μιχαλόπουλος, αλλά που να ξεστομίσω τέτοιο πράγμα χωρίς να θεωρηθώ κι εγώ «ανούσια» και «βαρετή» σαν τις αμερικάνικες ταινίες που τόσο πολύ σνόμπαρε ο έρωτας της ζωής μου.
Κάπως έτσι, για έναν μεγάλο έρωτα, αγαπητοί μου δεν είχα αφήσει –όφσκι για –όφσκι που να μην έχω παρακολουθήσει, ενώ το « Άστυ» στη Βουκουρεστίου είχε γίνει πια το δεύτερο σπίτι μου. Εκεί, στο πρώην κολαστήριο της Γκεστάπο, βίωσα κι εγώ την απόλυτη κόλαση της «Κάρμεν» του Γκοντάρ.
Τι ταινία κι αυτή… ακόμη θυμάμαι πόσο απίστευτα ηλίθια ένοιωσα που δεν είχα καταλάβει απολύτως τίποτα απ’ αυτά που ήθελε να πει ο ποιητής, όταν, μετά την προβολή, ο Ηλίας μου πήρε μια σοκολάτα ΙΟΝ από το περίπτερο και θέλησε να κουβεντιάσει μαζί μου για τα νοήματα της ταινίας, σ’ ένα παγκάκι της πλατείας Κλαυθμώνος. Δεν είχα καθόλου καταλάβει αγαπημένα μου ρεμάλια ότι στη σκηνή που ο πρωταγωνιστής κυνηγούσε την πρωταγωνίστρια – η οποία φορούσε ένα κόκκινο βρακί – ρωτώντας την εναγωνίως εάν είχε πλύνει τον πισινό της, διότι ήθελε να τη θωπεύσει στο συγκεκριμένο σημείο (πιστέψτε με, αυτός είναι ο πλέον κομψός τρόπος για να σας περιγράψω τη σκηνή), «ο Γκοντάρ ανέπτυσσε με την ταινία αυτή το διαλογισμό του πάνω στον κόσμο, στον άντρα και στη γυναίκα, στην ταυτότητα και την ετερότητα, στην προέλευση» όπως με ύφος χιλίων καρδιναλίων μου ανέλυσε ο Ηλίας.
Έξι μήνες και χιλιόμετρα σελιλόιντ μετά, ο Ηλίας κι εγώ χωρίσαμε. Η οριστική ρήξη ήλθε ένα βράδυ στο Παλλάς, όπου πήγαμε να παρακολουθήσουμε μια ταινία στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αλβανικού Κινηματογράφου (!). Θυμάμαι, πως αμέσως μετά τον επώδυνο χωρισμό, πήρα τηλέφωνο τη φίλη μου τη Μαρία, πήγα σπίτι της και αφού παραγγείλαμε πίτσα, είδαμε στο βίντεο τα «Τσακάλια»… (πολύ παιδί ο Μιχαλόπουλος!)


ΥΓ: Τη «Χρονιά με τα 13 φεγγάρια» δεν την είδα με τον Ηλία. Την είδα με τον Βαγγέλη – but that’s another story…

Θυμάμαι, μόλις πήγαινε να ξεκινήσει η δεκαετία του ’80 τρέχαμε με το κολλεγιόπαιδο τη φίλη μου, Θείτσα Ελενίτσα, σε κάθε κουλτουριάρικη ταινία που είχε πρεμιέρα και ανέβαινε τότε στο λευκό πανί.
Μια απ’ όλες ήταν και η «Χρονιά με τα 13 Φεγγάρια» (Φασπίντερ). Ξεσηκωθήκαμε λοιπόν μέσα στο καταχείμωνο να πάμε σε μια καταθληπτική αίθουσα στην οδό Ιουλιανού (ορισμένοι ίσως καταλαβαίνουν ποιά ήταν) για να δούμε τη «Χρονιά…».
Δεν μας έκανε και πολύ κέφι. Επρεπε όμως! Ζοριστήκαμε αλλά τα καταφέραμε! Ανάθεμά μας κι αν καταλάβαμε τίποτα, απ’ αυτό που είδαμε!
Αυτό που ξέραμε όμως είναι ότι την επόμενη μέρα θα είχαμε άποψη. Κυρίως στην συζήτηση κατά την οποία θα ήταν κι «εκείνος». Ο κούκλος, ο νέος, ο σταράτος τυπάς με το πυκνό κουλτουρέ μούσι, το «μπλουτζήν επανάσταση», ο οποίος όχι μόνο διέθετε «την αλάθανστη πολιτική άποψη», αλλά είχε γνώμη, γνώση, εμπειρία και άποψη επι παντός επιστητού. Αυτός ο οποίος, πέραν της πολιτκής που την κατείχε απόλυτα, γνώριζε αλάνθαστα οικονομία, κοινωνία, θρησκεία, ψυχολογία, αθλητισμό και «χρονιά με 13 φεγγάρια».
Δηλαδή, για να σας δώσω να καταλάβετε, για όσους δεν έχουν δει το δημιούργημα αυτό της 7ης τέχνης, μια απ’ όλες τις κριτικές που έχουν αναφερθεί γι’ αυτό λέει: «Η Χρονιά με τα 13 Φεγγάρια δεν είναι, όπως απλοϊκά λέγεται από πολλούς, η ιστορία ενός transsexual που μετανιώνει για τις επιλογές ζωής που έκανε. Η Ελβίρα είναι αυτή η ανοιχτή μορφή, που μέσα στην αυτοαναφορικότητα της τραγικότητας και του kitsch, κατορθώνει με μοναδικά μέσα τον αυτοσαρκασμό και τη θεατρικότητα, μεταξύ των οποίων ισορροπεί συγκλονιστικά η θαυμάσια ερμηνεία του Volker Spengler, να οδηγήσει στην αποστασιοποίηση. O θεατής παρακολουθεί ένα περιθωριοποιημένο από τον αστικό πολιτισμό υποκείμενο, παράγωγο μιας μεταπολεμικής Γερμανίας που υποσχέθηκε το θαύμα αλλά απέτυχε, κατασκεύασε πόλεις – νεκροτομεία για να στεγάσει σε επιχρυσωμένους τάφους τα αδιέξοδα, την απογοήτευση, τη μοναξιά, τη μιζέρια, τη δυστυχία, την απώλεια, τη μη-επικοινωνία, το θάνατο». Μια δεύτερη κριτική επίσης έχει περιγράψει πολύ πιο απλά το δημιούργημα, όπως: «Ένα βασικό θέμα που απασχόλησε τον Φασμπίντερ ήταν η σεξουαλική, και δη ομοφυλοφιλική, ιδιαιτερότητα. Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια είναι ένα σπαραχτικό, καθοριστικό φιλμ στα πλαίσια αυτής της προβληματικής. Ο Φασμπίντερ διεισδύει -με συγκινητικό τρόπο- στην ψυχή, και την ψυχολογική, υπαρξιακή και ηθική απόγνωση ενός διαφορετικού, εξοστρακισμένου από την κανονική ζωή, πολύπαθου ανθρώπου. Της Ελβίρας, μιας εγχειρισμένης, μεγαλόσωμης τραβεστί, που εγχειρίστηκε για να κατακτήσει ερωτικά έναν μπλεγμένο σε ύποπτες επιχειρηματικές δραστηριότητες άντρα, που όμως ποτέ δεν δέχτηκε, ούτε καν μετά την εγχείρηση, να της κάνει κάποτε έρωτα… Η Ελβίρα, παγιδευμένη στην πορνεία και σε αδιεξοδικές, βίαια υστερικές σχέσεις, ασφυκτιά, ταπεινώνεται και υποφέρει».
Δηλαδή: …τελικά, προτιμώ «Ωπα» και ξερό ψωμί!
Ετσι λοιπόν τότε, για το επόμενο, τουλάχιστον δεκαπενθήμερο και για την κακομοίρα Θείτσα Ελενίτσα και για μένα τη δύσμοιρη Θείτσα, η Χρονιά όφειλε να είναι με 13 φεγγάρια, όπου σίγουρα, ενώ θα πίναμε καφέ μαζί Του είτε στον Σίσσυφο είτε στο Σύνταγμα, είτε ακόμα και στη καφετέρια «Λυκόβρυση» ή «Ελληνικόν» στο Κολωνάκι έπρεπε να έχουμε άποψη. Και όχι μόνο! Επρεπε να μπορούμε να συμμετέχουμε και στην ανάλυση του έργου και αλλοίμονο αν υπήρχε κάποιο κενό, κάποια αδυναμία ή αν δεν απαντούσαμε σωστά σε κάποιο υποερώτημα. Θα ήμασταν πολύ βλαμμένες…. πολύ χαζογκόμενες και πολύ «άδειες» και «κενές».
Φασμπίντερ και ξερό ψωμί! …αφού προτιμήσαμε το περιορισμένο χρηματικό ποσό διασκέδασής μας να το ξοδέψουμε στο εισιτήριο και στο αναψυκτικό μέσα στην παγωμένη, γκρίζα αίθουσα της οδού Ιουλιανού. Φασμπίντερ και ξερό ψωμί! Αφού και νηστικές μείναμε και δεν καταλαβαίναμε τι ήθελε να πει ο ποιητής!
Φασμπίντερ και ξερό ψωμί – Τζίμης Πανούσης (Κάγκελα παντου – 1986)
Τρίζουν τα κόκαλα του Μακρυγιάννη
του Μπαρμπαγιάννη του Κανατά
Κάτι ξενέρωτοι Αμερικάνοι
Κάτι ροκάδες του κερατά
Πήραν φαλάγγι μπαγλαμάδες και μπουζούκια
μα δεν πειράζει πατριώτες
είμαστε εφτάψυχοι.
Φρανσις Φορντ Κόπολα
Ράϊνερ Βέρνερ Φασμπίντερ
και ξερό ψωμί.
Πόσο θ΄ αντέξουνε ο Μάρκος κι ο Τσιτσάνης
δεν έχουν κάνει ούτε ένα βίντεο-κλιπ
Σαν τα κοράκια σου χυμάνε όταν πεθάνεις
οι κομπανίες με τους πράκτορες της Κ.Υ.Π
Γίναν οι μάγκες φεμινίστριες με ταγάρια
μα δεν πειράζει πατριώτες
είμαστε εφτάψυχοι.
Φράνσις Φορντ Κόπολα
Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
και ξερό ψωμί.
Με σέξι πόζες κοριτσιών στην Ελασσόνα
με Παλαιστίνιο εραστή εκτελεστή
θα καβαλήσουμε κι ετούτο το χειμώνα
μπροστά στην τηλεοπτική μας θαλπωρή.
Φράνσις Φορντ Κόπολα
Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
και ξερό ψωμί.
Φράνσις Φορντ Κόπολα
Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
και ξερό ψωμί.

Γειά σου Θείτσα Ελενίτσα! Ας φάγαμε ξερό ψωμί, δεν πειράζει! Μας έμεινε να γελάμε σήμερα και να αναπολούμε χαριτωμένες στιγμές.