Αρχείο

Daily Archives: 11/05/2010

Πριν απο καμμιά …..νταριά χρόνια (και βάλε) περίπου τέτοια εποχή ξεκινούσαν να λειτουργούν τα καλοκαιρινά σινεμά.
Τότε η ώρα δεν άλλαζε κάθε εξάμηνο -δεν ήταν ευρωπαϊκή- και έτσι γύρω στις 08.00μμ όλα ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν: το απαλό αεράκι έκανε το τσιτωμένο λευκό πανί της οθόνης να τρεμοπαίζει διακριτικά, οι θεατές που έμπαιναν μέσ’ στο σινεμά δημιουργούσαν ακούσια το ήχο «του χαλικιού», ο καταπράσινος περίγυρος του σινεμά μύριζε νυχτολούλουδο, ενώ οι λαθροθεατές βρίσκονταν κρεμασμένοι στο γύρω τοιχείο του, …και ο εργαζόμενος «μικροσιτιστής» του κινηματόγραφου, κρατώντας με το ένα χέρι υψωμένο πάνω απο το κεφάλι του, τον ξύλινο δίσκο με τα διάφορα καλούδια, φώναζε: «λεμονάδες, πορτοκαλάδες, σάμαλι, κωκ, μπυράλλλλ…!»

Κι εμείς, μόλις είχαμε μπει με τη γιαγιά στο σινέ «Η ‘Οασις» πληρώνοντας μόνο ένα εισιτήριο (ένα πενηνταράκι), ενώ πριν φύγουμε από το σπίτι πάντα με ορμήνευε: «άμα σε ρωτήσουν πόσο χρονώ είσαι, θα πεις τεσσάρω». Κι εγώ της απαντούσα: «μα γιαγιά, δεν είμαι τεσσάρω, αφού μεγάλωσα, πάω και σχολειό πιά!». Κι εκείνη, αγριεμένη: «ακούς τι σου λέω; μικρό παιδί είσαι, σιγά μη πληρώσουμε και εισιτήριο».

Τι εποχές! Η Φίνος Φιλμς, η Κλακ Φιλμς, η Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, αλλά και οι συνεργάτες τους συμπεριλαμβανομένων και των ηθοποιών, έτρωγαν ζεστό ψωμί – με ένα πενηνταράκι – και χάριζαν γέλιο, δάκρυ, δικαιοσύνη, αγάπη, γαλήνη, ένταση, νόστο.
Ψυχοθεραπεία!

Τρέλλα ήταν οι ταινίες με τη Βουγιουκλάκη. Δεν ήθελα να τελειώσει το έργο. Από το διάλλειμα και μετά, συνέχεια ρωτούσα τη γιαγιά μου: «Τελειώνει;», «γιαγιά, πότε τελειώνει;» Παρακαλούσα να κρατήσει η ταινία όσο το δυνατόν περισσότερο . Ηθελα να συνεχιστεί και μετά το σύνηθες happy end, δηλαδή, και μετά αφότου ο Δημήτρης φιλήσει τρυφερά στο στόμα την λευκοντυμένη και ευτυχισμένη Αλίκη, έξω στα σκαλιά της γραφικής εκκλησίας.

Τι γέλιο κάναμε με τις κωμωδίες και με τους θρυλικούς κωμικούς ηθοποιούς, οι οποίοι ακόμα και στις μέρες μας παραμένουν Αθάνατοι, τόσο σε μας που τους γνωρίσαμε στο λευκό πανί, όσο και στα παιδιά μας που συνεχίζουν να τους βλέπουν στο τετράγωνο led κουτί με το σεμεδάκι απο κάτω του.

Ενα αστείο, ήταν αστείο για όλους! για άνδρες και γυναίκες, για όλες τις ηλικίες, για τον τελειόφοιτο του δημοτικού, του γυμνασίου, για κάθε γούστο, για κάθε κέφι, για κάθε διάθεση. Τόσο πετυχημένο αστείο, που δεν ξεχώριζε ανθρώπους!
Ηταν αστείο!
Οι ηθοποιοί αυτοί μας άρεσαν επίσης, έτσι όπως ήταν: ασπρόμαυροι, χωρίς make up, απλοί, εφευρετικοί και τόσο μαγευτικά υπερκινητικοί που «μαρτυρούσε η κίνηση, τι έλεγε η ψυχή».

Ποτέ όσο ήμουν μικρό παιδί, δηλαδή όσο δεν πλήρωνα εισιτήριο -παρεπιπτόντως, η ηλικία των «τεσσάρω χρόνω» είχε «κολλήσει» επί τρία συναπτά έτη- δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί η γιαγιά έκλαιγε με τον Ξανθόπουλο.
Ενας άνδρας ηθοποιός, όχι τόσο νέος και όμορφος, σαν τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ ή τον Ανδρέα Μπάρκουλη ή τον Κώστα Κακαβά ή τον Αλκη Γιαννακά να συγκινεί τόσο πολύ μια γυναίκα σαρανταπεντάρα… Δεν το καταλάβαινα!
Αργότερα, πολύ αργότερα, κατάλαβα ότι «το παιδί του λαού» μίλαγε δυνατά στις ψυχές όλων των Θειτσών που έψαχναν μαζί μ’ αυτόν να βρούν τη «χαμένη πατρίδα», μέσα απο φτηνά αλλά υπερεπιτυχημένα μελοδράματα, όπως: «Η Οδύσσεια Ενός Ξεριζωμένου», «Ταπεινός και Καταφρονεμένος», «Ο Κατατρεγμένος», «Η Καρδιά ενός Αλήτη» κλπ. Σημειωτέον δε, ότι αυτά τα μελοδράματα ήταν μουσικά και στιχουργικά πλαισιωμένα απο τους γκουρού της μεταπολεμικής ελληνικής λαϊκής μουσικής σκηνής (πχ Απόστολος Καλδάρας, Ακης Πάνου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου).
Οταν ο Ξανθόπουλος τραγουδούσε, έδινε στις Θείτσες την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και τους θύμιζε πως δεν είναι μόνες. Πως έχουν συντροφιά εκατομμύρια Ελλήνων σε ολόκληρη τη γη που διψούν να επιστρέψουν απο κει που κάποτε ξεκίνησαν.
…και ενδιάμεσα στο σενάριο, ο ήρωας μεταμορφωνόταν σε απόλυτα αυστηρό κριτή, ο οποίος μοίραζε απλόχερα το δίκαιο σε όλους τους αδικημένους και σε όλους όσους έχασαν αυτό που αγαπούσαν ή αυτό που τους άξιζε.

Ευχαριστώ και δοξάζω τον Θεό, που τις εποχές εκείνες, η οικογένειά μου είχε την οικονομική άνεση να πηγαίνουμε τα καλοκαίρια, τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα στο σινεμά (με ένα πενηνταράκι).
Είναι κρίμα που δεν μπορώ να περιγράψω αυτή την εμπειρία στα παιδιά μου. Είναι κρίμα που αυτές τις ταινίες τις βλέπουν μέσα απο το τετράγωνο led γιαλί του σπιτιού με το σεμεδάκι απο κάτω του.
Οσο για μένα; Δεν χάνω ευκαιρία! Γεμίζω το μακρόστενο ποτήρι με παγάκια, Bacardi- cola light και απολαμβάνω το έργο σαν να το βλέπω πρώτη φορά. Η γιαγιά δεν βρίσκεται δίπλα μου, αλλά που και που, ενώ παρακολουθώ το έργο, ρίχνω πεταχτές ματιές στο κεντητό με βελονάκι σεμεδάκι που βρίσκεται στο τραπεζάκι του καθιστικού. Τόχε κεντήσει η γιαγιά όταν ήμουν «τεσσάρω χρονώ». Τότε που ξεκίνησε να φτιάχνει «του παιδιού την προίκα… γιατί, σαν παντρευτεί και έχει δικό της σπίτι, νάχει το νοικοκυριό της. Νοικοκυριό όπως είχαν οι μανάδες μας και οι γιαγιάδες μας».

Συγγνώμη γιαγιά, που δεν μπόρεσα να συνεχίσω το «νοικοκυριό των μανάδων και των γιαγιάδων μας» για τα δικά μου εγγόνια.

Συγγνώμη γιαγιά, που κεντώ καθημερινά μόνο Economic & Business Terms με λογιών-λογιών βελονιές και τεχνικές, όπως: Πολυεθνικές Σχέσεις, Budget, Πενταετές Βusiness Plan, KPIs, Presentations, Business Meeting, Quality Control, Customer Behaviour, Marketing, Retailing, Advertising, Customers Services, Crisis, PR & Media Relations…
Συγγνώμη γιαγιά, που ποτέ δεν θα γυρίσω στην πατρίδα....

ΤΕΥΚΡΟΣ … ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.

ΕΛΕΝΗ: Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ’ , αλλ’ είδωλον ήν.

ΑΓΓΕΛΟΣ: Τι φής; Νεφέλης άρ’ άλλως είχομεν πόνους πέρι;
Ευριπίδης, Ελένη


«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη.
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να ‘βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-ποιος θα το ‘λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

ΥΓ (από Θείτσες): Κι επειδή τώρα τελευταία έχουμε ένα κόλλημα με τον Σαββόπουλο, (τα είπαμε αυτά, να μην τα ξαναλέμε…): «Όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει»!!