Τότε η ώρα δεν άλλαζε κάθε εξάμηνο -δεν ήταν ευρωπαϊκή- και έτσι γύρω στις 08.00μμ όλα ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν: το απαλό αεράκι έκανε το τσιτωμένο λευκό πανί της οθόνης να τρεμοπαίζει διακριτικά, οι θεατές που έμπαιναν μέσ’ στο σινεμά δημιουργούσαν ακούσια το ήχο «του χαλικιού», ο καταπράσινος περίγυρος του σινεμά μύριζε νυχτολούλουδο, ενώ οι λαθροθεατές βρίσκονταν κρεμασμένοι στο γύρω τοιχείο του, …και ο εργαζόμενος «μικροσιτιστής» του κινηματόγραφου, κρατώντας με το ένα χέρι υψωμένο πάνω απο το κεφάλι του, τον ξύλινο δίσκο με τα διάφορα καλούδια, φώναζε: «λεμονάδες, πορτοκαλάδες, σάμαλι, κωκ, μπυράλλλλ…!»
Κι εμείς, μόλις είχαμε μπει με τη γιαγιά στο σινέ «Η ‘Οασις» πληρώνοντας μόνο ένα εισιτήριο (ένα πενηνταράκι), ενώ πριν φύγουμε από το σπίτι πάντα με ορμήνευε: «άμα σε ρωτήσουν πόσο χρονώ είσαι, θα πεις τεσσάρω». Κι εγώ της απαντούσα: «μα γιαγιά, δεν είμαι τεσσάρω, αφού μεγάλωσα, πάω και σχολειό πιά!». Κι εκείνη, αγριεμένη: «ακούς τι σου λέω; μικρό παιδί είσαι, σιγά μη πληρώσουμε και εισιτήριο».
Τι εποχές! Η Φίνος Φιλμς, η Κλακ Φιλμς, η Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, αλλά και οι συνεργάτες τους συμπεριλαμβανομένων και των ηθοποιών, έτρωγαν ζεστό ψωμί – με ένα πενηνταράκι – και χάριζαν γέλιο, δάκρυ, δικαιοσύνη, αγάπη, γαλήνη, ένταση, νόστο.
Ψυχοθεραπεία!
Τρέλλα ήταν οι ταινίες με τη Βουγιουκλάκη. Δεν ήθελα να τελειώσει το έργο. Από το διάλλειμα και μετά, συνέχεια ρωτούσα τη γιαγιά μου: «Τελειώνει;», «γιαγιά, πότε τελειώνει;» Παρακαλούσα να κρατήσει η ταινία όσο το δυνατόν περισσότερο . Ηθελα να συνεχιστεί και μετά το σύνηθες happy end, δηλαδή, και μετά αφότου ο Δημήτρης φιλήσει τρυφερά στο στόμα την λευκοντυμένη και ευτυχισμένη Αλίκη, έξω στα σκαλιά της γραφικής εκκλησίας.
Τι γέλιο κάναμε με τις κωμωδίες και με τους θρυλικούς κωμικούς ηθοποιούς, οι οποίοι ακόμα και στις μέρες μας παραμένουν Αθάνατοι, τόσο σε μας που τους γνωρίσαμε στο λευκό πανί, όσο και στα παιδιά μας που συνεχίζουν να τους βλέπουν στο τετράγωνο led κουτί με το σεμεδάκι απο κάτω του.
Ηταν αστείο!
Οι ηθοποιοί αυτοί μας άρεσαν επίσης, έτσι όπως ήταν: ασπρόμαυροι, χωρίς make up, απλοί, εφευρετικοί και τόσο μαγευτικά υπερκινητικοί που «μαρτυρούσε η κίνηση, τι έλεγε η ψυχή».
Ποτέ όσο ήμουν μικρό παιδί, δηλαδή όσο δεν πλήρωνα εισιτήριο -παρεπιπτόντως, η ηλικία των «τεσσάρω χρόνω» είχε «κολλήσει» επί τρία συναπτά έτη- δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί η γιαγιά έκλαιγε με τον Ξανθόπουλο.
Ενας άνδρας ηθοποιός, όχι τόσο νέος και όμορφος, σαν τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ ή τον Ανδρέα Μπάρκουλη ή τον Κώστα Κακαβά ή τον Αλκη Γιαννακά να συγκινεί τόσο πολύ μια γυναίκα σαρανταπεντάρα… Δεν το καταλάβαινα!
Οταν ο Ξανθόπουλος τραγουδούσε, έδινε στις Θείτσες την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και τους θύμιζε πως δεν είναι μόνες. Πως έχουν συντροφιά εκατομμύρια Ελλήνων σε ολόκληρη τη γη που διψούν να επιστρέψουν απο κει που κάποτε ξεκίνησαν.
…και ενδιάμεσα στο σενάριο, ο ήρωας μεταμορφωνόταν σε απόλυτα αυστηρό κριτή, ο οποίος μοίραζε απλόχερα το δίκαιο σε όλους τους αδικημένους και σε όλους όσους έχασαν αυτό που αγαπούσαν ή αυτό που τους άξιζε.
Ευχαριστώ και δοξάζω τον Θεό, που τις εποχές εκείνες, η οικογένειά μου είχε την οικονομική άνεση να πηγαίνουμε τα καλοκαίρια, τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα στο σινεμά (με ένα πενηνταράκι).
Είναι κρίμα που δεν μπορώ να περιγράψω αυτή την εμπειρία στα παιδιά μου. Είναι κρίμα που αυτές τις ταινίες τις βλέπουν μέσα απο το τετράγωνο led γιαλί του σπιτιού με το σεμεδάκι απο κάτω του.
Οσο για μένα; Δεν χάνω ευκαιρία! Γεμίζω το μακρόστενο ποτήρι με παγάκια, Bacardi- cola light και απολαμβάνω το έργο σαν να το βλέπω πρώτη φορά. Η γιαγιά δεν βρίσκεται δίπλα μου, αλλά που και που, ενώ παρακολουθώ το έργο, ρίχνω πεταχτές ματιές στο κεντητό με βελονάκι σεμεδάκι που βρίσκεται στο τραπεζάκι του καθιστικού. Τόχε κεντήσει η γιαγιά όταν ήμουν «τεσσάρω χρονώ». Τότε που ξεκίνησε να φτιάχνει «του παιδιού την προίκα… γιατί, σαν παντρευτεί και έχει δικό της σπίτι, νάχει το νοικοκυριό της. Νοικοκυριό όπως είχαν οι μανάδες μας και οι γιαγιάδες μας».
Συγγνώμη γιαγιά, που δεν μπόρεσα να συνεχίσω το «νοικοκυριό των μανάδων και των γιαγιάδων μας» για τα δικά μου εγγόνια.