Οι Θείτσες δεν ξέρουν πως θα τα βγάλουμε πέρα με τα νέα μέτρα. Επίσης δεν ξέρουν αν θα την ξεπεράσουμε την κρίση ποτέ, ή αν το ΔΝΤ θα μας πάρει και τα ελάχιστα πλέον σώβρακα που μας έχουν απομείνει…
Οι Θείτσες ξέρουν όμως πως είναι άνοιξη. Και την άνοιξη ανθίζουν τα λουλούδια και, μεταξύ αυτών η βιόλα, η μικρή αδελφούλα του πανσέ.
Κι ερχόμαστε, επιτέλους, στο θέμα μας.
Η βιόλα, αν και λουλουδάκι μικρούλι, ταπεινό και καταφρονεμένο, έχει κατακτήσει τη δική του, ξεχωριστή θέση στο ελληνικό πεντάγραμμο.
Άλλωστε το μοναδικό «μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», ανήκει στα πλέον αγαπημένα τραγούδια των θειτσών. Όμως, αγαπημένα μας ρεμάλια, θα εκπλαγείτε εάν δείτε πως τα κοπέλια από τη λεβεντομάνα έχουν υμνήσει τη βιόλα!!
Θωρώ σε πως μαραίνεσαι
Βιόλα μου στο μετόχι
Μα δε μπορώ και να γενώ
Για σένα πρωτοβρόχι
(Εδώ ο ποιητής τη βλέπει τη βιόλα να’χει τα χάλια της, αλλά από την άλλη πλευρά δηλώνει την αδυναμία του να την ποτίσει γενόμενος βροχή κι αντάρα).
Βιόλα μου γοργομάδησε
Ρίξε τα’ ανθούς σου χάμε
Να ξεθυμάνει η μυρωδιά
Που βγάνεις και πλαντά με
(Εδώ ο ποιητής παρακαλεί τη βιόλα να τσουρομαδηθεί, γιατί τον φλόμωσε η μυρωδιά της και έχει ψυχολογικά θέματα).
Βιόλα μου εγώ εδίψουσα
Κι όμως επότιζά σε
Κι εδά που ζεις σ’ άλλο μπαξέ
Κάνεις πως δε θυμάσαι
(Εδώ ο ποιητής θίγει το τεράστιο θέμα της απιστίας… Έχουμε να κάνουμε με μια βιόλα που είναι μεγάλη σκατούλα, διότι ο ποιητής την πότιζε από το υστέρημά του για να ανθίζει αυτή και έτσι ανθισμένη πήγε και κατσικώθηκε σε άλλο κήπο και τώρα αδιαφορεί πλήρως για τον ταλαίπωρο ποιητή που του κόλλησε η γλώσσα απ’ τη δίψα).
Βιόλα που είναι όμορφη
Και μυρωδιές δε βγάνει
Χαράμι τσι ο κηπουρός
Κι ο κόπος που τσι κάνει
(Εδώ ο ποιητής ασχολείται με ένα θέμα που έχει απασχολήσει γενιές και γενιές κηπουρών. Γιατί άραγε η βιόλα, παρ’ ότι είναι στα χάι της και τίγκα στο λουλουδικό, δεν μυρίζει? Τις πταίει? Τι να κάνει ο καημένος ο κηπουρός? Τι σκατά λίπασμα να ρίξει? Πόσα κιλά κοπριά? Πόσα μπουκαλάκια «ανθήνη»?)
Σε ποια μεριά του κήπου μου
Βιόλα μου να σε βάλω
Τη μυρωδιά σου να γροικώ
Απ’ όπου κι αν προβάλλω
(Εδώ ο ποιητής ασχολείται με το φενκ-σούι, θίγοντας έτσι το σοβαρότατο θέμα της χωροθέτησης. Που να τη βάλει τη βιόλα να του ‘ρχονται οι μυρωδιές ολούθε? Δίπλα στην ορτανσία ή πάνω στο σεμεδάκι του φερ-φορζέ? Δύσκολες αποφάσεις…)
Βιόλα μου όντε σε πότιζα
Α ‘θελα το κατέχω
Πως κι άλλος σε μυρίζεται
Κομμένη ‘θελα σ’ έχω
ΚΑΙ
Δε θέλω να γενώ φονιάς
Μα δεν αντέχω κιόλας
Να κλέβει άλλος μυρωδιές
Μιας ειδικής μου βιόλας
(Εδώ ο ποιητής μας βγάζει έναν εγωισμό να το πούμε, ένα κάκιασμα να το πούμε, έναν κακό ντουβρουτζά να το πούμε… διότι τη βιόλα του δεν θέλει να του την μυρίζει κανείς άλλος. Αυτά, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι σοβαρά πράγματα. Η βιόλα δεν μπορεί να περιορίζει τη μυρωδιά της επειδή ο άλλος είναι παρτάκιας – όλα κι όλα!)
Μέχρι να μ΄ έχεις κηπουρό
Να σε ποτίζω βιόλα
Θα τα περνάς στην ομορφιά
Ι τα λουλούδια όλα
(Εδώ ο ποιητής λέει το γνωστό ποίημα που το έχουν ακούσει χιλιάδες βιόλες μέχρι τώρα και δυστυχώς την έχουν πατήσει… Βιόλες όλου του κόσμου φυλαχτείτε! )
Μαντινάδες: από το www.mantinades.gr
Φιλολογική ανάλυση: Θείτσες