Αρχείο

Daily Archives: 03/05/2010

Θυμηθήκαμε, ένα πολύ όμορφο τραγουδάκι, το οποίο έχει ερμηνεύσει καταπληκτικά η Αννα Παναγιωτοπούλου και σας αφιερώνουμε τους στίχους του.
«Ο Ελληνας» είναι ο τίτλος του τραγουδιού και συνήθως όταν το ακούμε στις βραδυνές συναυλιακές διασκεδάσεις μας, «πατριωτιζόμαστε» φανατικά, μερακλώνουμε και «καίμε» το Ηρώδειο. Ολοι μαζί ανάβουμε τους αναπτήρες μας και τη φλόγα τους την κινούμε ρυθμικά δεξιά/αριστερά, ενώ με σμικτά φρύδια και πονεμένο ύφος, τραγουδάμε, όλοι οι πατριώτες, μαζί με τον καλλιτέχνη.

Καλή διασκέδαση!

» Ο Έλληνας»
Στίχοι: Σταμάτης Κραουνάκης & Άννα Παναγιωτοπούλου
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Πρώτη εκτέλεση: Άννα Παναγιωτοπούλου

Αυτό θα μας φάει τον Έλληνα
Ο Έλληνας τον Έλληνα
Και δεν το συζητώ
Το έδενα το έλυνα
Κι αφού το ξεδιέλυνα
Θα κανιβαλιστώ

Μιλάνε τ’αυτοδύναμα
Παράνομα κι αδύναμα
Τα δυο τοις εκατό
Στη χώρα που φυτρώσαμε
Οικόπεδα κληρώσαμε
Στο παρελθόν πληρώσαμε
Μεγάλο ποσοστό

Γι’αυτό κι εμείς ξεφτίλα μας
Σκασίλα μας
Σκορδοκαΐλα μας
Σκασίλα μας
Μοιράζουμε τα φύλλα μας
Σκασίλα μας
Κοιτάχτε την ξεφτίλα μας

Τιμή μας και καμάρι μας
Σκασίλα μας
Και ποιος την χάρη μας
σκασίλα μας
Πουλάμε στο παζάρι μας
Σκασίλα μας
Και λάθος και σωστό

Αυτό θα μας φάει τον Έλληνα
Ο Έλληνας τον Έλληνα
Σκουπίδι στο σωρό
Κι αφού το ξεδιέλυνα
Θα βρω ‘κανα φιλέλληνα
Να δώσω το μωρό

Γιατί γαμώ την τρέλα μου
Φωτιά στην φουστανέλα μου
Βαριέμαι να μετρώ
Πόσα παιδάκια μόνα τους
Στα τέλη του αιώνα τους
φορέσαν στον αγώνα τους
Τα ρούχα του ρετρό

Προς Θείτσες επιστολή.. της «Doroula»


Σχόλιο της «Doroula» στο άρθρο του «OITHEITSES» με τίτλο: «Η Βιόλα!»

«Αυτό το θέμα μου άρεσε πολύ! Η λαϊκή ποίηση μου κάνει κάτι! Ειδικά το στίχι το κρητικό πολύ το γουστάρω (αν και μισοπυργαία)!
Τι να πω δε για την φιλολογική προσέγγιση στη μαντινάδα! Το κάτι άλλο! Κι έτσι βαθιά συγκλονισμένη, θα παρεθέσω κι εγώ το τετραστιχάκι μου κι ελπίζω στην επιείκεια των απανταχού Κρητικών!

Δε με θωρείς κι όλο πονώ,
μου ‘ρχεται θα φλιπάρω!
στη λεμονίτα θα πνιγώ
με θείτσες θα μπλογκάρω!»

Μια μαντινάδα θα σας πω
μωρά μου για τις Θείτσες,
νάχουν καλό το ριζικό,

νάναι πάντα κουκλίτσες.
Ολημερίς να χαμογελούν

να είναι όλo γλύκα,
μα όταν τις εξαπατάς

να σε πατά νταλίκα.
Θείτσα γλυκιά και φωτεινή

συνέχιζε να μπλογκάρεις
κι απ’ τους δύσκολους καιρούς,

ό,τι μπορείς να πάρεις.

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες•
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια•
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα•
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
-Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα•
κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

Πιο επίκαιρο από ποτέ! Ευχαριστούμε τη Λία που μας το θύμισε…


Αλλη μια ψηφοφορία-γκάλοπ ολοκληρώθηκε με επιτυχία, αγαπητές μου Θείτσες, όπου δεν απομένει παρά να σας κοινοποιήσουμε τα θριαμβευτικά αποτελέσματά της.
Οι απαντήσεις σας και τα αντίστοιχα ποσοστά επιλογών/ψήφων ήταν τα εξής:
-Θα μπλογκάρω μέχρι τελικής πτώσης = 61%
-Παν μέτρον άριστον = 15%
-Μ’ αρέσουν οι γιατροί = 7%
-Σας τόχω ξαναπεί, πως δεν έχω άποψη! Μήπως θέλω γιατρό? = 15%

Σιγά μη και δεν «μπλογκάρει η θείτσα μέχρι τελικής πτώσης». Οχι που θα της γλύτωνε! Εξ’ άλλου οτιδήποτε κάνει η Θείτσα, το κάνει μέχρι τελικής πτώσης. Ετσι λοιπόν η άποψη αυτή αντιπροσωπεύει το 61% των ψηφοφόρων Θειτσών που συμμετείχαν στο γκάλοπ μας.
Δεν είναι όμως ευκαταφρόνητα τα ποσοστά των 15%, όπου ορισμένες θείτσες επέλεξαν το «παν μέτρον άριστον» – δηλαδή μια συγκρατημένη και χωρίς ιδιαίτερους ενθουσιασμούς ανταπόκριση – ενώ το «Σας τόχω ξαναπεί, πως δεν έχω άποψη! Μήπως θέλω γιατρό?» είναι η άλλη ισοδύναμη απάντηση, η οποία πιστεύουμε έχει έντονες επιρροές τόσο από το κλίμα της εποχής όσο και μετά τις πρόσφατες εξελίξεις.
«Σας τόχω ξαναπεί, πως δεν έχω άποψη! Μήπως θέλω γιατρό?» είναι σαφέστατα μια φράση που τελευταία ακολουθείται απ όλα τα επίπεδα (ανεξαρτήτως θειτσικής κατάστασης, θειτσικής νοοτροπίας, ιδεολογίας και δεοντολογίας).

Λέμε κάτι και ξαναλέμε, έτσι για να λέμε, χωρίς να έχουμε άποψη. Απο την άλλη πλευρά αναρωτιόμαστε: «θεέ μου, τι λέω? Τελικά δεν είμαι καλά! Μήπως θέλω γιατρό?». Φράση συχνή και καθημερινή.
Οταν δε επιβεβαιώσεις στον συνομιλητή σου ότι τελικά δεν είσαι καλά γιατί στο επιβεβαίωσε ο γιατρός που πήγες πρόσφατα και ο άλλος σε ρωτά : «μα αφού πήγες στον γιατρό, γιατί δεν είσαι καλύτερα? Μήπως σου έδωσε λιγμένα?» τότε η περίπτωση σου είναι πολύ δύσκολη και ανίατη.

Θείτσες μου, το γκάλοπ αυτό ανέδειξε πανηγυρικά έναν και μόνο νικητή:
«τις Θείτσες», οι οποίες συνεχίζουν περήφανα και
«μπλογκάρουν μέχρι τελικής πτώσης».

Οι Θείτσες δεν ξέρουν πως θα τα βγάλουμε πέρα με τα νέα μέτρα. Επίσης δεν ξέρουν αν θα την ξεπεράσουμε την κρίση ποτέ, ή αν το ΔΝΤ θα μας πάρει και τα ελάχιστα πλέον σώβρακα που μας έχουν απομείνει…
Οι Θείτσες ξέρουν όμως πως είναι άνοιξη. Και την άνοιξη ανθίζουν τα λουλούδια και, μεταξύ αυτών η βιόλα, η μικρή αδελφούλα του πανσέ.
Κι ερχόμαστε, επιτέλους, στο θέμα μας.
Η βιόλα, αν και λουλουδάκι μικρούλι, ταπεινό και καταφρονεμένο, έχει κατακτήσει τη δική του, ξεχωριστή θέση στο ελληνικό πεντάγραμμο.
Άλλωστε το μοναδικό «μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», ανήκει στα πλέον αγαπημένα τραγούδια των θειτσών. Όμως, αγαπημένα μας ρεμάλια, θα εκπλαγείτε εάν δείτε πως τα κοπέλια από τη λεβεντομάνα έχουν υμνήσει τη βιόλα!!

Θωρώ σε πως μαραίνεσαι
Βιόλα μου στο μετόχι
Μα δε μπορώ και να γενώ
Για σένα πρωτοβρόχι
(Εδώ ο ποιητής τη βλέπει τη βιόλα να’χει τα χάλια της, αλλά από την άλλη πλευρά δηλώνει την αδυναμία του να την ποτίσει γενόμενος βροχή κι αντάρα).

Βιόλα μου γοργομάδησε
Ρίξε τα’ ανθούς σου χάμε
Να ξεθυμάνει η μυρωδιά
Που βγάνεις και πλαντά με
(Εδώ ο ποιητής παρακαλεί τη βιόλα να τσουρομαδηθεί, γιατί τον φλόμωσε η μυρωδιά της και έχει ψυχολογικά θέματα).

Βιόλα μου εγώ εδίψουσα
Κι όμως επότιζά σε
Κι εδά που ζεις σ’ άλλο μπαξέ
Κάνεις πως δε θυμάσαι

(Εδώ ο ποιητής θίγει το τεράστιο θέμα της απιστίας… Έχουμε να κάνουμε με μια βιόλα που είναι μεγάλη σκατούλα, διότι ο ποιητής την πότιζε από το υστέρημά του για να ανθίζει αυτή και έτσι ανθισμένη πήγε και κατσικώθηκε σε άλλο κήπο και τώρα αδιαφορεί πλήρως για τον ταλαίπωρο ποιητή που του κόλλησε η γλώσσα απ’ τη δίψα).

Βιόλα που είναι όμορφη
Και μυρωδιές δε βγάνει
Χαράμι τσι ο κηπουρός
Κι ο κόπος που τσι κάνει
(Εδώ ο ποιητής ασχολείται με ένα θέμα που έχει απασχολήσει γενιές και γενιές κηπουρών. Γιατί άραγε η βιόλα, παρ’ ότι είναι στα χάι της και τίγκα στο λουλουδικό, δεν μυρίζει? Τις πταίει? Τι να κάνει ο καημένος ο κηπουρός? Τι σκατά λίπασμα να ρίξει? Πόσα κιλά κοπριά? Πόσα μπουκαλάκια «ανθήνη»?)

Σε ποια μεριά του κήπου μου
Βιόλα μου να σε βάλω
Τη μυρωδιά σου να γροικώ
Απ’ όπου κι αν προβάλλω
(Εδώ ο ποιητής ασχολείται με το φενκ-σούι, θίγοντας έτσι το σοβαρότατο θέμα της χωροθέτησης. Που να τη βάλει τη βιόλα να του ‘ρχονται οι μυρωδιές ολούθε? Δίπλα στην ορτανσία ή πάνω στο σεμεδάκι του φερ-φορζέ? Δύσκολες αποφάσεις…)

Βιόλα μου όντε σε πότιζα
Α ‘θελα το κατέχω
Πως κι άλλος σε μυρίζεται
Κομμένη ‘θελα σ’ έχω
ΚΑΙ
Δε θέλω να γενώ φονιάς
Μα δεν αντέχω κιόλας
Να κλέβει άλλος μυρωδιές
Μιας ειδικής μου βιόλας
(Εδώ ο ποιητής μας βγάζει έναν εγωισμό να το πούμε, ένα κάκιασμα να το πούμε, έναν κακό ντουβρουτζά να το πούμε… διότι τη βιόλα του δεν θέλει να του την μυρίζει κανείς άλλος. Αυτά, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι σοβαρά πράγματα. Η βιόλα δεν μπορεί να περιορίζει τη μυρωδιά της επειδή ο άλλος είναι παρτάκιας – όλα κι όλα!)

Μέχρι να μ΄ έχεις κηπουρό
Να σε ποτίζω βιόλα
Θα τα περνάς στην ομορφιά
Ι τα λουλούδια όλα
(Εδώ ο ποιητής λέει το γνωστό ποίημα που το έχουν ακούσει χιλιάδες βιόλες μέχρι τώρα και δυστυχώς την έχουν πατήσει… Βιόλες όλου του κόσμου φυλαχτείτε! )


Μαντινάδες: από το
www.mantinades.gr
Φιλολογική ανάλυση: Θείτσες