Αρχείο

Daily Archives: 14/05/2010

…και μετά απο καμμιά …νταριά χρόνια συναντηθήκαμε όλοι για να αναπολήσουμε τους παλιούς καλούς καιρούς, ενώ το ρακί έπαιρνε και έδινε και το live έπαιζε και έλεγε δυνατά:
Στο πεπρωμένο σου να δίνεις σημασία
και να προσέχεις πως βαδίζεις στη ζωή
όταν κοιμάσαι άλλος γράφει ιστορία
και κάποιος παίζει τη δική σου την ψυχή.
Όλοι έχουμε γραμμένο, που το λένε πεπρωμένο
και κανένας δεν μπορεί να τ’ αποφύγει.
Δεν υπάρχει θεωρία ούτε τρένα ούτε πλοία
κι ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί.
Από παιδί, στον ύπνο μου έβλεπα φωτιές.

Τι χαρά, τι γέλια, τι αναμνήσεις, τι συγκινήσεις…. σαν να ‘μασταν παιδιά!
Δεν καταλάβαινα αν ήμουν εδώ ή αν ήμουν εκεί. Δεν θα το αναλύσω!
Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν ήθελα να γυρίσω πίσω.
«Δεν γυρίζω πίσω», είπα και μάλλον τα κατάφερα. Εξ’ άλλου «απο παιδί στον ύπνο μου έβλεπα φωτιές» και δεν θα τις άφηνα με τίποτα, ούτε θα συμβιβαζόμουν ποτέ να έχω ως μόνη φωτιά, το ποτήρι «ρακί» που βρισκόταν ακριβώς μπροστά μου.
Από την άλλη, πλευρά δεν μπορούσα να είμαι εδώ και γύρω μου να βρίσκονται όλες αυτές οι έγχρωμες εικόνες του χθες.

…και η γλυκιά Τασούλα ήταν εκεί και η Θεανώ και το Ντινάκι και η Αγγελικούλα και η Μερσίνη και ο Νικολάκης και το Λιζάκι και η Διονυσούλα και η ξεχασμένη Σοφούλα και ο Παναγιωτάκης και όλοι! Ολοι στο rotation! Εγώ δεν ήμουν! Δεν ήμουν μαζί τους! Αλλά… ήμουν και πότε ;

Οταν με πλησίασε ο Λιάκος να μου πει γιατί δεν ήταν ο Πρόδρομος μαζί μας, ήταν πια ήδη αργά! Το «live» το γύρισε στο «καραπιπερίμ» και εγώ έπρεπε να φύγω!
Καλή διασκέδαση!

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι.
Το αγοράκι αυτό ήταν πολύ τυχερό. Καθώς ο μπαμπάς του ήταν καπετάνιος και έλειπε συνέχεια σε ταξίδια, το αγόρι μεγάλωνε ανάμεσα σε μαμά, θείες, αδελφές και γιαγιάδες που πρόσεχαν σαν τα μάτια τους το «πασαδάκι» τους. Και να οι σοκολάτες απ’ τη θεία Μαρία και να τα αφράτα και μυρωδάτα κέικ απ’ την θεία Ξένη και να το χαρτζιλίκι απ’ τη γιαγιά Καλλιόπη, που ‘βγαζε τα εικοσάρικα (εκείνα τα ασημένια με τον Πήγασσο) απ ‘ένα σακουλάκι που ‘χε προσεκτικά κρυμμένο στον κόρφο της.

Το «πασαδάκι» μεγάλωσε στο μεταξωτό κουκούλι που ‘χαν υφάνει μοναχά γι’ αυτόν οι γυναίκες της ζωής του. Κι εκεί δεν χώραγε κανείς. Το ΄χε και κείνος συγυρίσει καταπώς του άρεσε. Είχε τοποθετήσει μέσα του προσεκτικά τα ωραία παιχνίδια που του ‘φερνε ο μπαμπάς του όταν γύριζε απ’ τα ταξίδια, τα αμέτρητα τεύχη του «Μικρού Ήρωα» που διάβαζε ξανά και ξανά, το ποδηλατάκι που του ‘κανε συντροφιά στις βόλτες του στον Κάμπο, το κομποσκοίνι που του ‘δωσε εκείνη η καλόγρια της Παναγίας της Βοήθειας όταν είχαν πάει εκδρομή με το σχολείο, τα βινύλια που άκουγε στο δωμάτιό του εκείνα τα ατέλειωτα μσημέρια του καλοκαιριού που έπρεπε ντε και καλά να κοιμηθεί για να ‘ναι ξεκούραστος για το απογευματινό μπάνιο…

Όλα ήταν μέσα στο κουκούλι του μέχρι που μεγάλωσε πια. Το «πασαδάκι» παντρεύτηκε, και έκανε μια όμορφη κορούλα. Για τα ματάκια της, που τόσο πολύ έμοιαζαν με τα δικά του, αποφάσισε ν’ ανοίξει τον μικρό του θησαυρό για να της τον δώσει. Όχι όλον μαζί, αλλά λίγο-λίγο, σαν τα σοκολατάκια με το λικέρ και το κερασάκι στη μέση που ποτέ δεν μας άφηναν να τα μπουκωθούμε όλα μαζί, όπως πραγματικά θέλαμε, για να μην μας πιάσει η κοιλιά μας. ‘Ετσι η μικρή άρχισε να γεμίζει το κουκούλι που με περίσση αγάπη της ύφανε ο μπαμπάς της με γεύσεις ποτισμένες αφράτα κέικ, μουσικές από βινύλια, βόλτες με το ποδηλατάκι, μυρουδιές λεμονανθών και μαστίχας και ποιηματάκια σκαρφισμένα στο λεπτό που μίλαγαν για γίγαντες και ξανθές βασιλοπούλες. Το «πασαδάκι» καμάρωνε για το κοριτσάκι του και καθόλου δε στεναχωριόταν που όλα αυτά που ‘χε μαζέψει τόσα χρόνια έφευγαν ένα-ένα για να πάρουν τη καινούργια τους θέση στη ψυχούλα της μικρής.

Κι έτσι πέρασαν οκτώ χρόνια κι έξι μήνες. Και το «πασαδάκι» έφυγε. Δεν το ήθελε βέβαια, αλλά έτσι τα ‘χε κανονίσει αυτό που λέμε μοίρα. Κι έγινε φεγγαράκι. Αυτό που φωτίζει το δρόμο της κορούλας του, αυτό που τη συντροφεύει ακόμη κι όταν πάει εκδρομή με τη μαμά της για μπάνιο. Κι η μικρή το ξέρει αυτό καλά. Κι έτσι έγραψε αυτό το ποιηματάκι:
«Φεγγαράκι μου λαμπρό
Θα σε πάω γιαλό – γιαλό
Με θαλασσινό ταξί
Να κουνιέσαι εδώ κι εκεί»