Εδώ είναι η συνέχεια και το τέλος της Ιστορίας του Ασυρματιστή Κ3. Ιδού λοιπόν, το 3ο μέρος της Ιστορίας, την οποία πολύ σύντομα θα έχετε την ευκαιρία να την διαβάσετε και …»βιβλιοδετημένη»
Για όσους θέλετε να διαβάσετε από την αρχή την Ιστορία του Ασυρματιστή Κ3, εδώ βρίσκονται το 1ο μέρος καθώς και το 2ο μέρος της.
_________________________________________________
3ο μέρος
Στο διάστημα αυτό θα αναφέρω μόνον ένα παράπονο για την απανθρωπιά ορισμένων στρατιωτικών. Ήταν ο δεύτερος χρόνος που βρισκόμουν την πρώτη γραμμή στα Αλβανικά σύνορα στη θέση Φλάμπουρο. Πάνω στη μάχη τραυματίστηκα ελαφρά στο χέρι. Ένα μικρό βλήμα από χειροβομβίδα μπήκε στο ύψος τους αγκώνα και την άλλη μέρα μολύνθηκε με αποτέλεσμα να πρηστεί το χέρι μου με πόνους και έκανα και πυρετό. Ο Παπαδόπουλος μου είπε ότι πρέπει να πάω στην Κόνιτσα στο νοσοκομείο μια και εμείς είχαμε μόνον ένα νοσοκόμο με σουλφαμίδες, ιώδιο και γάζες. Η διαδρομή ήταν μεγάλη, μια μέρα με τα πόδια και άλλο μέσον δεν υπήρχε. Ξεκίνησα λοιπόν με πόνους και πυρετό και μόνος μου έφθασα στις έντεκα τη νύχτα στο νοσοκομείο. Όταν μπήκα μέσα οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι τραυματίες που τα βογγητά τους μου έφερναν λιποθυμία. Κανένας δεν μου έδινε σημασία και περίμενα μέχρι το πρωί έξω απ΄ το χειρουργείο. Το πρωί σε μια στιγμή που βρήκα ευκαιρία μπήκα μέσα και μίλησα σ’ έναν Ταγματάρχη χειρούργο και του έδειξα το χέρι μου. «Που υπηρετεί;» με ρώτησε. «Στα σύνορα» του απάντησα «και ήλθα με τα πόδια». Τότε έγινε έξω φρενών. Με πέταξε έξω από το χειρουργείο, μου έδωσε και μια κλοτσιά και αφού μου βλαστήμησε την Παναγιά μου, μου είπε ότι θα έπρεπε να με στείλει στρατοδικείο που έφυγα από το μέτωπο για μια γρατζουνιά. Βρέθηκα στο διάδρομο σαν χαμένος και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Τόση απονιά να μη ρίξει ούτε μία ματιά στο χέρι μου που μπορούσε να πάθει γάγγραινα και να το χάσω, όπως τόσοι και τόσοι τα έχασαν; Βρήκα ένα νοσοκόμο και τον παρακάλεσα να μου κάνει αντιτετανικό ορό και αφού μου τον έκανε έφυγα. Ήταν τέτοια η απογοήτευσή μου που για μια στιγμή στο δρόμο της επιστροφής σκέφθηκα να πάω στους αντάρτες. Γύρισα στη μονάδα μου και το βλήμα έμεινε για πάντα μέσα στο χέρι μου, για να το πιάνω ακόμα και σήμερα και να θυμάμαι τι έχει να πει στρατιώτης στον πόλεμο.
Ήταν Ιούνιος του 1948 και βρισκόμαστε έξω από την Καστοριά μπροστά από το ύψωμα Χελώνα που το χώριζαν στη μέση τα Αλβανικά σύνορα, αλλά τα είχαν ολόκληρο οι αντάρτες. Στην πλευρά μας από το Ελληνικό έδαφος είχαν 14 σειρές ναρκοπέδιο και ήταν αδύνατον να επιτεθούμε. Έφθασαν επί τόπου ανώτατοι αξιωματικοί και μετά από πολλές συσκέψεις έβγαλαν την απόφαση να περάσει κρυφά τη νύχτα μια διλοχία μέσα στο Αλβανικό έδαφος και η επίθεση να γίνει από μέσα. Μαζί με τη διλοχία θα πήγαινε και ο ασύρματος του πυροβολικού, δηλαδή εμείς. Ήταν απόγευμα και ο ήλιος προχωρούσε αργά και βαριεστημένα προς τη δύση του όταν μας πήραν και μας κατέβασαν σε μια χαράδρα. Σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων ήταν τα σύνορα και ένας κάμπος από αθέριστα στάρια, χρυσοκοκκίνιζε μέσα στη δύση. Μας είπαν το σχέδιο και ένας Παπάς αφού έφτιαξε μια πρόχειρη Αγία Τράπεζα και αφού διάβασε χαμηλόφωνα μια παράκληση μας μετάλαβε όλους των αχράντων μυστηρίων. Μια νεκρική σιγή έπεσε στη χαράδρα. Αυτή η ιεροτελεστία αντί να μας δώσει κουράγιο μας έφερε μια ανατριχίλα, μια απογοήτευση και ένοιωσα αυτό που ίσως νοιώθει ο μελλοθάνατος που πριν από την εκτέλεση δέχεται την επίσκεψη του παπά στο κελί του. Ο Παπαδόπουλος ήλθε κοντά μας και μας έδωσε τις τελευταίες οδηγίες, με την ψυχραιμία που τον χαρακτήριζε πάντοτε. Στις δύο η ώρα που το φεγγάρι θα είχε χαθεί, θα περνάγαμε από ένα σημείο που δεν είχε φυλάκια και θα κρυβόμαστε μέσα στα στάρια,. Ο ασύρματος θα ήταν κλειστός μέχρι τις πέντε το πρωί που θα άρχιζε η επίθεση. Είμαστε τρεις, ο Παπαδόπουλος, εγώ και ο Θωμάς. Τον Παπαδόπουλος τον είχαν ορίσει τεχνικό αρχηγό της επιχείρησης. Στις πέντε ακριβώς ένα αεροπλάνο με τον Παπάγο θα έδινε το γενικό παράγγελμα και μετά το σχέδιο πυρός που θα έκαναν ογδόντα πυροβόλα, σαράντα πέντε όλμοι και δεκαεπτά αεροπλάνα θα άρχιζε η επίθεση από πίσω τους. Περάσαμε σαν αυτόματα μέσα στο σκοτάδι και μπήκαμε στα χωράφια με το βαρύ φορτίο του ασύρματου. Ο σκοτεινός όγκος του υψώματος που είχε σχήμα χελώνας φάνταζε μπροστά μας γεμάτος μυστήριο. Στις πέντε ακριβώς άνοιξα τον ασύρματο, ένα αεροπλάνο περνούσε από πάνω μας και έδινε το σήμα: «‘Ώρα ωμέγα τώρα». Αμέσως ο Παπαδόπουλος μου έδωσε το παράγγελμα: «Σχέδιον πυρός πυρ!» Αμέσως το ύψωμα τυλίχτηκε στους καπνούς ενώ η ταχύτητα που έπεφταν οι οβίδες ήταν τέτοια που δεν ξεχώριζες κρότους εκρήξεων αλλά ένα συνεχές βόμβο. Όταν τελείωσαν και τα αεροπλάνα άρχισε η επίθεση από το Αλβανικό μέρος που δεν την περίμεναν. Στην αρχή από τον πανικό η αντίστασή τους ήταν μικρή αλλά όσο πέρναγε η ώρα δυνάμωνε. Ήταν αδύνατος να πιστέψεις πως μετά από τέτοια κόλαση υπήρχαν ζωντανοί και πολεμούσαν με τόση μανία. Στις έντεκα και δέκα το ύψωμα έπεσε και οι αντάρτες είχαν φύγει προς τα Ψωριάριακα (όνομα υψωμάτων). Έφθασα στην κορυφή. Αυτό που αντίκρισα ήταν φρικτό. Στα χαρακώματα πατούσες πάνω στα πτώματα για τνα περάσεις. Η διλοχία είχε πολλούς νεκρούς και αξιωματικούς και ο καθένας έκανε ότι ήθελε. Στην αρχή ενθουσιασμός, μετά πανικός όταν καταλάβαμε ότι όσοι μείναμε είμαστε αποκομμένοι γιατί μας χώριζε το ναρκοπέδιο απ’ τους δικούς μας και πίσω μας ήταν Αλβανοί που τους βλέπαμε να καταφθάνουν στα χωράφια. Νερό δεν υπήρχε πουθενά και ψάχναμε στους νεκρούς μήπως βρούμε κανένα παγούρι. Ο μόνος ασύρματος που έμεινε ήταν ο δικός μου και έδινα συνέχεια σήματα του Παπαδόπουλου, ο οποίος ζητούσε ενισχύσεις γιατί φοβόταν αντεπίθεση. Στις δύο η ώρα άρχισαν να μας κτυπούν με όλμους από τα Ψωριάρικα και ο πανικός κορυφώθηκε. Είχα χωθεί στο χαράκωμα πάνω στους νεκρούς όταν ένας όλμος έσκασε πολύ κοντά μου. Αυτός που ήταν μπροστά μου σκοτώθηκε ενώ αυτός που ήταν πίσω μου και βρισκόμουν ανάμεσά στα πόδια του με κρατούσε σφιχτά από τη μέση. Τον έσπρωξα και προσπάθησα να φύγω και τότε είδα ότι είχε χτυπηθεί στο κεφάλι, ήταν νεκρός και είχε πέσει επάνω μου. Ξέφυγα σέρνοντας και πήγα πιο πέρα. Τότε ένας που ήταν πίσω που μου είπε ότι χάνω αίμα από την πλάτη και όταν έβαλα το χέρι μου και γέμισε αίματα πάγωσα. Άρχισα να αισθάνομαι πόνο στην πλάτη και ένας κρύος ιδρώτας με έλουσε ενώ ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. «Στο κιόσκι» μου φώναξαν» έχει νοσοκόμο πήγαινε γρήγορα». Σύρθηκα με τη ψυχή στο στόμα και έφθασα στο νοσοκόμο ο οποίος μου έσκισε το πουκάμισο, σκούπισε τα αίματα και μου είπε ότι ήταν από άλλον και δεν είχα τίποτα! Αμέσως μου πέρασαν όλα και κατάλαβα ότι τα αίματα ήταν από αυτόν που σκοτώθηκε πίσω μου. Μέχρι το βράδυ μας κτυπούσαν με όλμους χωρίς να μας κάνουν αντεπίθεση γιατί μας προστάτευαν τα αεροπλάνα που κάθε τόσο τους κτυπούσαν με ρουκέτες. Για να έλθουν ενισχύσεις έπρεπε να καθαρίσουν το ναρκοπέδιο και αυτό ήθελε μια μέρα δουλειά για να ανοίξουν πέρασμα οι ναρκοσυλλέκτες. Μόλις νύχτωσε μας έκαναν την αντεπίθεση και όσοι μείναμε οπισθοχωρήσαμε άτακτα προς την Αλβανία στα χωράφια να κρυφτούμε στα στάρια και αν μπορούσαμε να περάσουμε από εκεί που μπήκαμε. Τον ασύρματο τον άφησα και μαζί με τον Θωμά και τον Παπαδόπουλο φθάσαμε στα χωράφια όταν είχε σκοτεινιάσει. Στο χωράφι που μπήκαμε ήταν ένα ξεροπόταμο χωρίς καθόλου νερά και δεξιά και αριστερά στις όχθες του είχε βάτα πυκνά. Σε μια στροφή που το νερό είχε κάνει σπηλιά που τη σκέπαζαν τα βάτα βρήκαμε την πιο καλή κρυψώνα. Χωθήκαμε εκεί οι τρεις μέσα σε μια λακκούβα που είχε στάσιμα νερά και με κομμένη την ανάσα περιμέναμε ίσως το τέλος μας. Όλη τη νύχτα ακούγαμε τα ουρλιαχτά από αυτούς που είχαν κρυφτεί στα στάρια και τους έβρισκαν οι Αλβανοί και οι αντάρτες και τον κάρφωναν με την ξιφολόγχη για να μη χαλάνε σφαίρες. Το πρωί αφού έκαναν την τελευταία έρευνα έφυγαν αφήνοντας τα χωράφια γεμάτα πτώματα. Είχαμε άραγε γλυτώσει;…