Αρχείο

Λαογραφία

Κωστής Παλαμάς

Είμαι του ήλιου η θυγατέρα

Η πιο απ’όλες χαϊδευτή,

Χρόνια η αγάπη του πατέρα

Σ’αυτόν τον κόσμο με κρατεί.

Όσο να γύρω νεκρωμένη

Αυτόν το μάτι μου ζητεί.

Ειμ’ η ελιά η τιμημένη.

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μ’ απολείπουν οι καρποί,

ως τα βαθειά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή..

Μ’έχει ο Θεός ευλογημένη

Κι είμαι γεμάτη προκοπή.

Ειμ’ η ελιά η τιμημένη.

Φρίκη ερημιά νερό σκοτάδι

Τη γη εθάψαν μια φορά

Εμε, ζωής φέρνει σημάδι

Στο Νώε η περιστερά.

Όλης της γης ειχα γραμμένη

Την ομορφάδα, τη χαρά.

Ειμ’ η ελιά η τιμημένη.

Εδώ στον ίσκιο μου αποκάτου

Ηρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί

Κι ακούστήκ’ η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί.

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί.

Ειμ’ η ελιά η τιμημένη.

Και φως πραότατο χαρίζω

Εγώ στην άγρια τη νυχτιά

Τον πλούτο πια δε τον φωτίζω

Συ μ’ευλογείς φτωχολογιά.

Κι αν απ’ τον άνθρωπο διωγμένη

Φέγγω μπροστά στην Παναγιά.

Ειμ’ η ελιά η τιμημένη.

Κάθε χρόνο την 1η Απριλίου αναβιώνει το έθιμο με τα αθώα ψέματα. Πρόκειται για μία παιγνιώδη συνήθεια των ανθρώπων, με παγκόσμια διάσταση.

Το έθιμο έλκει την καταγωγή του από τη Δύση και ρίζες του ανιχνεύονται στους αρχαίους Κέλτες, οι οποίοι συνήθισαν την Πρωταπριλιά που καλυτέρευε ο καιρός να βγαίνουν για ψάρεμα. Τις περισσότερες φορές γύριζαν με άδεια χέρια, αλλά οι ψεύτικες ιστορίες τους για μεγάλα ψάρια έδιναν κι έπαιρναν.

Τον Μεσαίωνα, οι Γάλλοι γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά την 1η Απριλίου, λόγω του Πάσχα. Το 1560 ή 1564 ο βασιλιάς Κάρολος Θ’ μετέθεσε την αρχή του έτους από την 1η Απριλίου στην 1η Ιανουαρίου για να συμβαδίζει η χώρα του ημερολογιακά με τις άλλες χώρες. Η αλλαγή αυτή δημιούργησε προβλήματα στον λαό, καθώς ό,τι έχει σχέση με την οργάνωση του χρόνου δημιουργεί συναισθηματικές φορτίσεις και αντιδράσεις. Όσοι, λοιπόν, από τους υπηκόους του βασιλιά αποδέχτηκαν την ημερολογιακή αλλαγή πείραζαν εκείνους που συνέχιζαν να τηρούν την παλιά πρωτοχρονιά (1η Απριλίου), λέγοντάς τους περιπαικτικά ψέματα ή κάνοντάς τους ψεύτικα πρωτοχρονιάτικα δώρα.

Από τους Κέλτες και τους Γάλλους το έθιμο μεταλαμπαδεύτηκε σε όλο τον κόσμο, με προεξάρχουσες τις εφημερίδες στις αρχές του 20ου αιώνα και στη συνέχεια τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, που συχνά μεταδίδουν πολύ επιτυχημένες ειδήσεις – φάρσες.

Στον ελληνικό χώρο το έθιμο πρέπει να ήταν γνωστό από την εποχή των Σταυροφοριών. Η συνήθεια να λένε ψέματα δεν είναι άγνωστη στην Ελλάδα. Μάλιστα, αποτελεί, όπως υποστηρίζει ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας, συνήθη μηχανισμό στην προσπάθεια εξασφάλισης της επιτυχίας μιας μαγικής ενέργειας ή ενός δύσκολου έργου, βάσει της αντίληψης ότι η ψευδολογία ξεγελά και εμποδίζει τις βλαπτικές δυνάμεις. Και το ψέμα της Πρωταπριλιάς είναι «ένα σκόπιμο ξεγέλασμα των βλαπτικών δυνάμεων που θα εμπόδιζαν την αγροτική παραγωγή», σύμφωνα με το λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο.
sansimera.gr
Εργάζονται όλο το χρόνο για μία μέρα, γιατί… «Καθαρά Δευτέρα, δίχως χαρταετό δε γίνεται». Κι όσο κι εάν ακούγεται περίεργο, στις μέρες που ζούμε, οι παραγγελίες πέφτουν… βροχή, καθώς ελάχιστα εργαστήρια έχουν απομείνει, αφού η συγκεκριμένη κατασκευή είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου χειροποίητη και απαιτεί πολύωρη εργασία, μαστοριά, προσωπική διάθεση και μεράκι.
Μ’ αυτά ως εφόδιο, και με την πολύτιμη εμπειρία τους, οι λίγοι πλέον εγχώριοι κατασκευαστές χαρταετών συνεχίζουν την ωραία παράδοση, που απαιτεί το έθιμο της Καθαράς Δευτέρας. Ο παραδοσιακός χαρταετός παραμένει ο εξαγωνικός χάρτινος, αν ο πλαστικός αντέχει στην κακοκαιρία.

Η κατασκευή του χαρταετού έχει τα μυστικά της, αν και τα υλικά παραμένουν, διαχρονικά, περίπου τα ίδια.

Η επεξεργασία περνά από διάφορα στάδια. Πρώτα γίνεται ο σκελετός, με τρία ξύλινα πηχάκια και καρφώνεται στο κέντρο μ’ ένα καρφί, που στραβώνει στο πίσω μέρος. Οι αποστάσεις των ξύλων παίζουν ρόλο στη σταθερότητα της δομής. Ακολουθεί το δέσιμο με σπάγκο στις άκρες και η συρραφή του χαρτιού στο περίγραμμα. Στη συνέχεια, κόβονται και δένονται τα ζύγια. Τα ζύγια πρέπει να είναι ταιριασμένα και να σχηματίζουν τρίγωνο, με την επάνω γωνία του σκελετού. Το ίδιο και τα ζύγια της ουράς, για να μπορεί να πετάει σταθερά και ισορροπημένα.

Όσο πιο βαριά είναι, η ουρά, τόσο καλύτερα πετάει ο αετός, σε συνθήκες δυνατού άνεμου. Ο χαρταετός κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη, για όλα τα γούστα, κι από εκεί και μετά χρειάζεται μόνο ένα πράγμα για να πετάξει: αέρα.
απε
Θεοφάνια ή Φώτα. Από τις μεγάλες γιορτές του ελληνορθόδοξου εορτολογίου. Χαρούμενα, θριαμβευτικά και ελπιδοφόρα, αλλά και κλείσιμο του Δωδεκαήμερου, που «άνοιξε» την παραμονή των Χριστουγέννων.
Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια η γιορτή αυτή κάλυπτε μαζί τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.
Καθόλη τη διάρκεια του τριημέρου των Φώτων (Αγιασμού, Θεοφάνια, Αγίου Ιωάννη) γιορτάζεται και μία υπολανθάνουσα λατρεία προς το νερό. Τα νερά θεωρούνται παντού αγιασμένα. Κανείς πια δεισιδαιμονικός φόβος από τις νύχτες και τα ξωτικά του χειμώνα.
Κατά τα Θεοφάνια φανερώθηκε η τριαδικότητα του Θεού, η Αγία Τριάδα. Λέγονται όμως και «Φώτα», γιατί κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, την παραμονή των Θεοφανίων βαπτίζονταν οι οπαδοί της νέας θρησκείας. Η αναζήτηση της καθάρσεως από τον άνθρωπο αντικατοπτρίζεται ακόμη και στις αρχαίες θρησκείες.
Αυτή τη μέρα ξεκινά και η αντίστροφη μέτρηση για τους καλικάντζαρους. Στις 5 Iανουαρίου, παραμονή των Θεοφανίων, τα αερικά, τα παγανά, οι καλκάδες, οι γνωστοί σε όλους μας καλικάντζαροι, που έκαναν την εμφάνισή τους στον επάνω κόσμο με την αρχή του Δωδεκαήμερου, εγκαταλείπουν τις εγκόσμιες αταξίες τους και ξαναγυρίζουν στο αιώνιο έργο τους: Να κόψουν το δέντρο, που κρατάει τον κόσμο, ώστε να γκρεμιστεί και να χαθεί, για να εκδικηθούν τους ανθρώπους.
απε
Η Πρωτοχρονιά αντιπροσωπεύει το ξεκίνημα του νέου έτους και μαζί μ’ αυτό την αρχή για μία νέα ζωή. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι φεύγοντας ο παλιός χρόνος παίρνει μαζί του κι ό,τι κακό είχε και περιμένουν να έρθει ο νέος με τα δώρα του. «Γέρε χρόνε φύγε τώρα, πάει η δική σου η σειρά, ήρθε ο νέος με τα δώρα, με τραγούδια, με χαρά».

Ο καινούργιος χρόνος φορτωμένος με όνειρα, ελπίδες και υποσχέσεις για τη ζωή, κάνει την εμφάνισή του χαμογελαστός, χαρούμενος γεμάτος αισιοδοξία και οι άνθρωποι τον υποδέχονται με πυροτεχνήματα, γιορτάζοντας και ελπίζοντας σε κάποια αλλαγή, σε μία καλύτερη και πιο ευτυχισμένη ζωή.
Ο εορτασμός του νέου έτους είναι μία από τις αρχαιότερες γιορτές. Πολλοί πιστεύουν ότι ξεκίνησε στην αρχαία Βαβυλώνα περίπου 4.000 χρόνια πριν, την Άνοιξη, κατά το πρώτο νέο φεγγάρι μετά την εαρινή ισημερία.

Για πολλά χρόνια, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν ως Πρωτοχρονιά, την πρώτη Μαρτίου. Το 46 π.Χ., όμως, ο Ιούλιος Καίσαρας εφάρμοσε ένα νέο ημερολόγιο, αυτό που ισχύει και σήμερα, με αποτέλεσμα να μετρά ως πρώτη του χρόνου, η πρώτη Ιανουαρίου. Ο μήνας αυτός έχει πάρει το όνομά του από τον Θεό των Ρωμαίων Ιανό (Janus), o οποίος πάντα απεικονίζεται με δύο πρόσωπα, με το ένα να κοιτάζει πίσω στον παλιό χρόνο και το άλλο, μπροστά, στο νέο έτος.

Οι γιορτές των Ρωμαίων ονομάζονταν Calends (calendar=καλεντάρι=ημερολόγιο) και οι άνθρωποι στόλιζαν τα σπίτια τους και αντάλλασσαν δώρα.

Η ορθόδοξη εκκλησία της εποχής κυρίως του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επειδή ήθελε να χωρίσει τους χριστιανούς από τους ειδωλολάτρες, απαγόρευε στους πρώτους να γιορτάζουν την Πρωτοχρονιά, όπως οι δεύτεροι. Τα αποτελέσματα της απαγόρευσης αυτής ήταν πολύ μικρά. Απαλείφθηκαν μόνο τα στοιχεία εκείνα που έρχονταν σε ευθεία αντίθεση προς τη χριστιανική ηθική.

Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς
Η Πρωτοχρονιά, όπως αυτή διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση της εκκλησίας και τη σύνδεσή της με τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου, διαιωνίστηκε έως σήμερα ως λαϊκή γιορτή με έθιμα στις περιοχές όλης της Ελλάδας. Έθιμα, όμως, της Πρωτοχρονιάς υπάρχουν και στον υπόλοιπο κόσμο. Πολλά δε από αυτά έχουν καθιερωθεί και στη χώρα μας.

Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς σχετίζονται κυρίως με το καλότυχο της χρονιάς που έρχεται. Γι’ αυτό, συνδέθηκαν με συνήθειες που θα εξασφάλιζαν την ευετηρία.

Όπως για παράδειγμα, το σπάσιμο του ροδιού, που λόγω των πολλών σπόρων του παραπέμπει στην ευχή για πολλαπλασιασμό των αγαθών ή το κρέμασμα της αγριοκρεμμύδας, φυτό μεγάλης αντοχής.

Από φόβο για τα μελλούμενα γίνεται και το ποδαρικό, η υποδοχή του πρώτου προσώπου που θα μπει στο σπίτι μας όταν αλλάξει ο χρόνος. Μικρά παιδιά και γενικά καλορίζικοι άνθρωποι προσκαλούνταν να κάνουν ποδαρικό, ώστε η οικογένεια να απαλλαχτεί από οτιδήποτε κακό.

Την καλοτυχία τη χρονιά που έρχεται επιδιώκουν και όσοι παίζουν χαρτιά ή τυχερά παιχνίδια, έθιμο που σχετίζεται με την ανάγκη της πρόγνωσης του μέλλοντος, όπως και άλλες, λιγότερο γνωστές, συνήθειες.

Όπως για παράδειγμα η τοποθέτηση φύλλων ελιάς στο τζάκι ή κόκκων σιταριού στη στάχτη. Το κάψιμό τους έδινε στοιχεία μαντέματος για την κατάσταση της υγείας των παρευρισκομένων κατά τη διάρκεια του νέου έτους κλπ.

Η γαλοπούλα, ως βασικό φαγητό την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, ήρθε στην Ελλάδα από τη Βόρεια Ευρώπη. Οι κάτοικοι εκεί αρχικά μαγείρευαν μεγάλα πουλιά για το γιορτινό γεύμα. Προτιμούσαν τους φασιανούς, τις χήνες και τα παγόνια. Όταν όμως δοκίμασαν τη γαλοπούλα, την καθιέρωσαν ως το κατεξοχήν πρωτοχρονιάτικο γεύμα. Το έθιμο της γαλοπούλας έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό το 1824 μ.Χ. Στην Ελλάδα παραδοσιακό φαγητό για την Πρωτοχρονιά ήταν το χοιρινό κρέας, όπως και για τα Χριστούγεννα.

Ανήμερα την Πρωτοχρονιά οι ορθόδοξοι χριστιανοί γιορτάζουν τη μνήμη του Αγίου Βασιλείου από την Καισάρεια. Βεβαίως, στις βιτρίνες των καταστημάτων επικρατεί ένας άλλος Άγιος, ο οποίος έρχεται από την παγωμένη Λαπωνία, γνωστός ως Santa Claus. Ο άγιος αυτός δεν έχει καμιά σχέση με τον δικό μας. Πρόκειται για τον Άγιο Νικόλαο.

Ο δικός μας Άγιος Βασίλειος έρχεται την ημέρα της Πρωτοχρονιάς από την Καισάρεια και είναι ο φιλάνθρωπος επίσκοπος, ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, ενώ ο Santa Claus ήρθε από την Αμερική και ο σκοπός της ύπαρξής του ήταν να διαφημίσει γνωστό αναψυκτικό. Δημιουργός του, δε, υπήρξε ο αμερικανός σκιτσογράφος Τόμας Ναστ, το 1862.

Η βασιλόπιτα

Η πίτα, που φτιάχνουμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και κόβεται παρουσία όλων των μελών της οικογένειας, ή και άλλων συγγενών και φίλων, έχει τις ρίζες της στα αρχαία ελληνορωμαϊκά έθιμα. Στα Κρόνια (εορτή του θεού Κ(Χ)ρόνου, που λατρευόταν στην Ελλάδα) και στα Σατουρνάλια (saturnalia) της Ρώμης έφτιαχναν γλυκά και πίτες, μέσα στα οποία έβαζαν νομίσματα και σε όποιον τύχαινε το κομμάτι ήταν ο τυχερός της παρέας. Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη βασιλόπιτα και την ιστορία του Άγιου Βασιλείου, ο οποίος για να προστατεύσει την περιφέρειά του, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από επιδρομή αλλοφύλων, έκανε έρανο και μάζεψε χρυσά νομίσματα και άλλα τιμαλφή για να τα δώσει στους εχθρούς, ώστε να τους δελεάσει και να μη λεηλατήσουν την περιοχή του. Ο εχθρός, όμως, τελικά δεν κατόρθωσε να εισβάλει στην Καισάρεια και τα τιμαλφή έμειναν. Τότε, ο Μέγας Βασίλειος είπε να φτιάξουν μικρές πίττες – ψωμάκια, μέσα στις οποίες έβαζαν και ένα χρυσό νόμισμα, ή κάτι άλλο από όλα τα πολύτιμα πράγματα, που είχαν συγκεντρωθεί. Οι πίτες αυτές μοιράστηκαν σε όλους και ο καθένας κρατούσε ό,τι του τύχαινε.


Tο έθιμο της βασιλόπιτας είναι πανελλαδικό και η καταγωγή της έχει ρίζες στην αρχαιότητα. Εορταστικούς άρτους για καλοτυχία παρασκευάζονταν κατά τη διάρκεια αρχαίων γιορτών. Επίσης, είναι γνωστές οι εξευμενιστικές προσφορές προς τους νεκρούς και τα πνεύματα.

Βασιλόπιτα παρασκευαζόταν σε όλη τη χώρα, με παραλλαγές. Στη Θεσσαλία, για παράδειγμα, έφτιαχναν πίτα με φύλλα. Μέσα έβαζαν λίγο κλήμα, τριφύλλι, καλαμπόκι, φασόλι, άχυρο.

«Κάθε κομμάτι είχε και από κάτι και αυτό που τύχαινε στον καθένα σήμαινε ότι θα έπρεπε να τον απασχολήσει ως καλλιέργεια το επόμενο έτος ή απλά ότι θα πήγαινε καλά η συγκεκριμένη σοδειά τη χρονιά αυτή», σημειώνει ο κ. Ευάγγελος Καραμανές, ερευνητής του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (www.kentrolaografias.gr).

Και συνεχίζει: «Στη Μικρά Ασία, όπου το πλαίσιο ήταν πιο αστικό, συνηθιζόταν το γλύκισμα ή το γλυκό ψωμί ζυμωμένο με διάφορα ζυμαρικά. Στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, όπου ο πληθυσμός ήταν πιο αγροτικός, έφτιαχναν τυρόπιτα ή κρεατόπιτα. Η πίτα ήταν το πιο συνηθισμένο φαγητό για τους ανθρώπους της περιοχής. Απλώς, στις γιορτές ήταν πιο πλούσιο γιατί έβαζαν μέσα κρέας κότας».

Με το κόψιμο της πίτας το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, συνήθως από τον μεγαλύτερο της οικογένειας, η παράδοση της βασιλόπιτας ολοκληρωνόταν. Σήμερα συνεχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού μας.
απε

Σε τροχιά προετοιμασίας για το μοναδικό καρναβάλι στην Ελλάδα, που δεν γίνεται τις Απόκριες βρίσκονται οι δήμοι Καστοριάς και Άργους Ορεστικού που αναβιώνουν και φέτος τα «ραγκουτσάρια».

«Η προέλευση του εθίμου βρίσκεται στα αρχαία χρόνια. Πρόκειται για κατάλοιπο των Διονυσιακών γιορτών ενώ η ημερομηνία του συμπίπτει και με τις ρωμαϊκές καλένδες» λέει ο απερχόμενος δήμαρχος Καστοριάς Γιάννης Τσαμίσης. Κάνει δε λόγο για το αρχαιότερο ελληνικό καρναβάλι που ζει μέχρι τις μέρες μας και τονίζει ότι σύμφωνα με όσα λένε οι παλιοί, δεν έχει αλλάξει τίποτε σε σχέση με το παρελθόν. 

«Το δικό μας καρναβάλι δεν έχει μεταλλαχθεί. Το γιορτάζουμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το γιόρταζαν και πριν από πολλά χρόνια. Χρησιμοποιούμε απλές στολές, μασκαρευόμαστε με μπογιά και παλιά ρούχα, με οτιδήποτε βρίσκουμε στο σπίτι μας και όλο το έθιμο στηρίζεται στο στοιχείο του απρόοπτου» προσθέτει.
απε

της Α. Ταπάσκου

Ο ερχομός του νέου χρόνου συνοδεύεται από αρχαία έθιμα και προλήψεις που εναλλάσσονται σε κάθε περιοχή της Ελλάδας. Στις Σέρρες συναντάμε και σήμερα το πάντρεμα του παρελθόντος με το παρόν με έθιμα και παραδόσεις που εκφράζουν τον λαϊκό μας ποικίλο πολιτισμό κρατώντας αξίες ήθη και έθιμα που έχουν χαθεί στο πέρασμα του χρόνου.

Η γιορτή του μαγκαλιού
Το μεσημέρι της παραμονής Πρωτοχρονιάς, στους δρόμους και τις πλατείες ο κόσμος αποχαιρετά τον παλιό χρόνο ψήνοντας χοιρινό στο μαγκάλι. Από παλιά, το χοιρινό αποτελούσε κύριο πιάτο των εορτών μετά τη 40ήμερη νηστεία. Οι οικογένειες ταΐζανε το γουρούνι προσπαθώντας να το παχύνουν και το έσφαζαν για το εορταστικό τραπέζι.
Βασιλόπιτα
Το κόψιμο της βασιλόπιτας είναι από τα ελάχιστα αρχέγονα έθιμα που επιβιώνουν. Στην αρχαιότητα υπήρχε το έθιμο του εορταστικού άρτου, τον οποίο σε μεγάλες αγροτικές γιορτές όπως τα Θεσμοφόρια, οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν στους θεούς. Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη Βασιλόπιτα, ιστορία που ξεκινάει στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Ο Μέγας Βασίλειος, δεσπότης της πόλης, προσπαθώντας να σώσει το ποίμνιό του πρόσφερε το χρυσάφι των κατοίκων στον κατακτητή που τους απειλούσε. Η πόλη τελικά σώθηκε από θαύμα και ο δεσπότης προκειμένου να επιστρέψει τα κοσμήματα δίκαια, ζύμωσε μικρά ψωμάκια και έβαλε μέσα κοσμήματα. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου. Η κοπή της βασιλόπιτας στις Σέρρες γίνεται με αληθινή ιεροπρέπεια. Πρώτα ο νοικοκύρης την στρέφει τρεις φορές στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Έπειτα κάνει με κλειδί , με μαχαίρι ή με πιρούνι τρεις φορές το σημείο του σταυρού, για να κόβεται η κακογλωσσιά , να κλειδώνονται τα κακά στόματα ή να αποτρέπεται το κακό μάτι. Και την ώρα ακριβώς, που αλλάζει ο χρόνος, άρχιζε να ονοματίζει τα κομμάτια, με καθιερωμένη πάντα σειρά.
Πρώτο είναι του Αι-Βασίλη, έπειτα του Χριστού και της Παναγίας, του σπιτιού και στη σειρά όλων των μελών της οικογένειας, κατά ηλικία, αρχίζοντας από τους μεγαλύτερους και καταλήγοντας στα παιδιά. Κομμάτι κόβεται και για τους φτωχούς, τα ζωντανά, τα χωράφια και τα αμπέλια, το μύλο και τη βάρκα, γιατί όλα πρέπει να πάρουν την ευλογία του Αι-Βασίλη. Όταν αποσώνει το εορταστικό δείπνο η οικογένεια, ο νοικοκύρης κατεβαίνει στο στάβλο, να ταΐσει την πίτα τους στα ζωντανά, ενώ την επομένη θρυμματίζει και σκορπά το δικό τους κομμάτι στα κτήματα και στα αμπέλια.
Το σπάσιμο του ροδιού
Το σπάσιμο του ροδιού το πρωί της Πρωτοχρονιάς, μετά την εκκλησιαστική λειτουργία του Αγίου Βασιλείου, είναι μια παράδοση που τη συναντάμε έντονα στο νομό Σερρών.
Ο νοικοκύρης κάθε σπιτιού φέρει στον εκκλησιασμό μαζί του ένα ρόδι. Όταν η οικογένεια επιστρέφει στο σπίτι, ο νοικοκύρης δεν μπαίνει μέσα μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας και να του ανοίξουν, καθώς δεν πρέπει να χρησιμοποιήσει το κλειδί του. Μπαίνοντας ως καλεσμένος, με το δεξί πόδι, θα είναι αυτός που θα ‘κάνει το καλό ποδαρικό’, κρατώντας το ρόδι στο χέρι. Στη συνέχεια, ρίχνει κάτω το ρόδι με δύναμη, ώστε να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες-σπόροι του παντού, ενώ ταυτόχρονα λέει: «με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά».
Ποδαρικό
Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους. Έτσι από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό. Μόλις μπει στο σπίτι τον βάζουν να πατήσει ένα σίδερο για να είναι όλοι σιδερένιοι και γεροί μέσα στο σπίτι στη διάρκεια του καινούργιου χρόνου.
Η νοικοκυρά φιλεύει τον άνθρωπο που κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου. Συνήθως του δίνει μήλα ή καρύδια και μια κουταλιά γλυκό κυδώνι ή ότι άλλο γλυκό έχει φτιάξει για τις γιορτές.
– Ο νέος χρόνος πρέπει να μας βρει με κάποιο καινούργιο ρούχο, σύμβολο ευημερίας.
– Μετά το κόψιμο της βασιλόπιτας και αφού μοιραστούν τα δώρα του Αι Βασίλη, ξεκινούν τα τυχερά παιχνίδια. Αυτός που θα κερδίσει θα είναι τυχερός για όλη τη νέα χρονιά.
Καλικάντζαροι
Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα δεν είναι λίγοι οι Σερραίοι που κρατώντας το έθιμο βάζουν στο τζάκι δώδεκα αδράχτια για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι να μη κατεβαίνουν από την καπνοδόχο. Οι πιστοί στις παραδόσεις από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνια που φεύγουν οι καλικάντζαροι, δεν τρώνε ελιές, φασόλια και σύκα για να μην κάνουν καλογήρους.
Έθιμο της Μπάμπως ή Βρεξούδια
Κάθε χρόνο, στις 8 Ιανουαρίου και στις περιοχές του νομού Σερρών, Ν. Πέτρα, Μονοκκλησιά, Α. Καμήλα και Χαροπό, μια διαφορετική μέρα ξημερώνει. Την ημέρα αυτή, πραγματοποιείται το έθιμο της «Μπάμπως» ή «Βρεξούδια» και επειδή σ’ αυτό το έθιμο κυρίαρχο ρόλο έχουν οι γυναίκες, με τους άνδρες να παραμένουν στα σπίτια τους ή να παρακολουθούν από μακριά, ονομάστηκε μεταγενέστερα «Ημέρα της Γυναικοκρατίας».
Η ημέρα αυτή είναι ημέρα τιμής στην γηραιότερη γυναίκα του χωριού (μπάμπω) που εκτελούσε κατά το παρελθόν και χρέη μαμής.
Κατά την ημέρα αυτή, όλες οι παντρεμένες γυναίκες του χωριού κάτω από τους ήχους μουσικών οργάνων, (παλιότερα με τους ήχους της γκάιντας) μαζεύονται στην κεντρική πλατεία και από εκεί πορεύονται προς το σπίτι της μπάμπως για να της προσφέρουν δώρα. Στην συνέχεια σχηματίζοντας πομπή με σκωπτικά τραγούδια χορό και κρασί την περιφέρουν στην πλατεία.
Κατά την διάρκεια όλων των παραπάνω δεν επιτρέπεται να πλησιάσει κανείς άντρας διότι τα δρώμενα είναι ακατάλληλα για αντρικά αυτιά. Αν παρ όλα αυτά τολμήσει κάποιος να πλησιάσει, τότε οι γυναίκες τον κυνηγούν, τον καταβρέχουν και προσπαθούν να του βγάλουν ένα ρούχο, το οποίο στην συνέχεια θα δημοπρατήσουν. Μετά το πέρας της πομπής ακολουθεί γλέντι «κεκλεισμένων των θυρών» με σκωπτικά τραγούδια παραδοσιακά εδέσματα και πολύ κρασί μέχρι τελικής πτώσης.
Το έθιμο αυτό το έφεραν οι Θρακιώτισες από την Πέτρα της Αν. Ρωμυλίας και το γιορτάζουν κάθε χρόνο από την εγκατάστασή τους στην Ν. Πέτρα Σερρών. Πολύ αργότερα διαδόθηκε και σε άλλα χωριά του Νομού Σερρών που υπήρχαν Θρακιώτες από γυναίκες της Ν. Πέτρας που εγκαταστάθηκαν εκεί όπως είναι η Μονοκκλησιά.
Σύμφωνα με τους λαογράφους το έθιμο έχει ρίζες αρχαιοελληνικές και θυμίζει τα Θεσμοφόρια και περισσότερο τα Αλώα που γίνονταν την ίδια εποχή.
απε
Η «Άγια Νύχτα» είναι ίσως το πιο γνωστό χριστουγεννιάτικο τραγούδι σ’ όλο τον κόσμο. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Βέρντι, ο Βάγκνερ, ο Πουτσίνι και άλλοι, το αναγνώρισαν ως ένα βαθιά θρησκευτικό τραγούδι, με μια παράξενη δύναμη που φτάνει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων. Κατά καιρούς, η πατρότητά του αποδόθηκε στον Μότσαρτ, στον Χάιντν ή στον Μπετόβεν.
Η αλήθεια είναι πως η «Άγια Νύχτα» δημιουργήθηκε από τους Γιόζεφ Μορ και Φραντς Γκρούμπερ, κι εψάλη για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1818 στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο μικρό χωριό Όμπερντορφ της Αυστρίας.
Ο Μορ είχε γράψει τους στίχους δύο χρόνια νωρίτερα. Στις 24 Δεκεμβρίου του 1818 ζήτησε από τον Γκρούμπερ να συνθέσει μία μελωδία για να συνοδεύσει το τραγούδι με την κιθάρα του. Σύμφωνα με την παράδοση, το εκκλησιαστικό όργανο του ναού δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, καθώς τα ποντίκια είχαν καταστρέψει κάποια εξαρτήματά του.
Η ιστορία αυτή ήταν γνωστή, ωστόσο επιβεβαιώθηκε πολύ αργότερα, το 1995, όταν ανακαλύφθηκε μία παρτιτούρα που ανήκε στον Μορ, με τον Γκρούμπερ να υπογράφει τη σύνθεση. Στίχοι και μουσικοί όμως φαίνεται να γράφτηκαν μαζί, το 1816.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, η «Άγια Νύχτα» τραγουδήθηκε τα μεσάνυχτα εκείνων των Χριστουγέννων και μετά ξεχάστηκε. Το 1825 ένα επισκευαστής εκκλησιαστικών οργάνων ανακάλυψε την παρτιτούρα και «ξαναζωντάνεψε» το τραγούδι. Σήμερα, υπολογίζεται πως έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 300 γλώσσες.


Οι ελληνικοί στίχοι
Άγια νύχτα, σε προσμένουν,
με χαρά οι Χριστιανοί
και με πίστη ανυμνούμε
το Θεό δοξολογούμε
μ’ ένα στόμα, μια φωνή.
Ναι με μια φωνή.

Η ψυχή μας φτερουγίζει,
πέρα στ’ άγια τα βουνά
όπου ψάλλουν οι αγγέλοι
απ’ τα ουράνια θεία μέλη
στον Σωτήρα «ωσαννά».
Ψάλλουν «ωσαννά».

Στης Βηθλεέμ ελάτε
όλοι στα βουνά τα ιερά
και μ’ ευλάβεια μεγάλη
κει που άγιο φως προβάλλει
προσκυνήστε με χαρά.
Ναι με μια χαρά.

Οι αγγλικοί στίχοι
Silent night Holy night
All is calm all is bright
Round yon virgin Mother and Child
Holy infant so tender and mild
Sleep in heavenly peace
Sleep in heavenly peace.

Silent night, holy night,
Shepherds quake at the sight.
Glories stream from heaven afar,
Heav’nly hosts sing Alleluia;
Christ the Savior is born;
Christ the Savior is born.

Silent night, holy night,
Son of God, love’s pure light.
Radiant beams from Thy holy face,
With the dawn of redeeming grace,
Jesus, Lord, at Thy birth;
Jesus, Lord, at Thy birth.

sansimera.gr
«Χριστούγεννα Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
γραικάτε, διέτε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται.
Γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα.
Το μέλι τρων’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο δώστε στα παλληκάρια».
Με τα Κάλαντα υποδέχονται οι Έλληνες τη γέννηση του Χριστού και με την αισιοδοξία ότι όλα θα πάνε καλά, ή καλύτερα, αφού κατά το «Δωδεκαήμερο» (λαογραφικός όρος) από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τον αγιασμό των υδάτων οι Ουρανοί είναι ανοιχτοί, έτοιμοι να ακούσουν και να ικανοποιήσουν κάθε ευχή.
Κατώφλι Χριστουγέννων. Κι αν τα πράγματα φέτος έχουν άλλη… γεύση και ο κόσμος είναι μουδιασμένος, τούτες τις στιγμές όλοι προσπαθούν να ξεχάσουν τα προβλήματα και να αφεθούν στο πνεύμα της γιορτής. Έστω και περιορισμένες, οι ετοιμασίες υποδοχής της γέννησης του Χριστού έγιναν στο πλαίσιο των εθίμων της ελληνικής παράδοσης, της εμπλουτισμένης με έθιμα άλλων λαών.
Μυρωδιές από Χριστόψωμα, μελομακάρονα και κουραμπιέδες, σπίτια στολισμένα με δεντράκια, οικογένειες μαζεμένες γύρω από το στρωμένο τραπέζι, συνταγές από την ελληνική παράδοση, άλλα τώρα πια και από τη διεθνή κουζίνα, γεμίζουν τα ελληνικά σπίτια.
Το «Δωδεκαήμερο» είναι έννοια διαχρονική και δεισιδαιμονική, που τη γνωρίζουν και τη χρησιμοποιούν, όχι μόνον οι Έλληνες, αλλά και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί (Douze jours, I Dodici giorni, the Twelve days). Για να ξορκίσουν το κακό οι χριστιανοί στολίζουν και φωτίζουν τα σπίτια τους. Κατά τόπους, δε, τηρούν διάφορα έθιμα για τον ίδιο λόγο.

Στην Ελλάδα οι προετοιμασίες για τη γέννηση του Χριστού ξεκινούν από την παραμονή, ψάλλοντας τα κάλαντα και παρασκευάζοντας τα εδέσματα για το γιορτινό τραπέζι. Την παραμονή των Χριστουγέννων οι δρόμοι πλημμυρίζουν από τις φωνές των παιδιών που τραγουδούν «καλήν ημέραν άρχοντες …». Οι «νοικοκυραίοι» τούς ανταμείβουν τώρα πια με χρήματα. Παλιότερα το … αντίτιμο της ευχής ήταν καρύδια, σταφίδες ή σπιτικά γλυκίσματα. 
Πρέπει, βέβαια, να αναφερθεί -χωρίς να ανήκει στα έθιμα- η εκκλησιαστική ακολουθία των Χριστουγέννων, που ψάλλεται στις εκκλησίες κατά το ξημέρωμα και είναι γεμάτη από λαμπρούς ύμνους των μεγάλων υμνογράφων της εκκλησίας. Σήμερα, οι προετοιμασίες ξεκινούν πολύ νωρίτερα με το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Έθιμο, που ήρθε στην Ελλάδα από τις χώρες του βορρά. Για πρώτη φορά, χριστουγεννιάτικο δέντρο στολίστηκε στη χώρα στα ανάκτορα από τον βασιλιά Όθωνα. Ευρύτερα επικράτησε στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ελληνικό έθιμο, που έρχεται από τα ιερά ψωμιά της αρχαιότητας, είναι το Χριστόψωμο. Αποτελεί τον βασικό άρτο των Χριστουγέννων. Είναι ένα μεγάλο, ειδικά ζυμωμένο ψωμί, στολισμένο με παραστάσεις από τη ζωή στην ύπαιθρο.
Επίσης, ελληνικό έθιμο είναι το σφάξιμο του γουρουνιού, που είθισται να γίνεται την παραμονή των Χριστουγέννων. Κατά την παράδοση, το χοιρινό κρέας είναι το κύριο πιάτο στα ελληνικά τραπέζια των ημερών. Σε πολλές περιοχές της χώρας, οι οικογένειες συνήθιζαν το γεμιστό κοτόπουλο. Το έθιμο με το γέμισμα της γαλοπούλας είναι πολύ νεότερο και προέρχεται από την αμερικανική ήπειρο.
Οι φωτιές τις ημέρες των Χριστουγέννων είναι ένα ακόμη έθιμο, που επικρατεί σε πολλές περιοχές της χώρας. Ακόμη και στους τόπους όπου δεν ανάβουν φωτιές σε πλατείες, η φωτιά πρέπει να βρίσκεται μέσα στα σπίτια. Οι νοικοκυραίοι, ρίχνοντας στο τζάκι μεγάλα κούτσουρα, προσπαθούν να την κρατήσουν αναμμένη όλη τη νύχτα.
Η ημέρα των Χριστουγέννων σε όλη την Ελλάδα γιορτάζεται γύρω από το τραπέζι, με όλη την οικογένεια να γεύεται το κρέας, τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες και το Χριστόψωμο. Στο παρελθόν, μάλιστα, σε πολλά μέρη της χώρας, οι άνθρωποι την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων δεν έκαναν επισκέψεις σε άλλα σπίτια. Σε άλλες ελληνικές γωνιές ο πρώτος επισκέπτης έπρεπε να ρίξει ένα ξύλο στη φωτιά, δίνοντας ευχές για καλή σοδειά, υγεία και ευτυχία.
απε
Κάλαντα, πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα (1872)
 Καλήν εσπέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση,
να πω στ’ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον,
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών,
και ποιητής των όλων.

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι,
το Δόξα εν υψίστοις,
και τούτο άξιον εστί,
η των ποιμένων πίστις.

Εκ της Περσίας έρχονται,
τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί,
χωρίς να λείψει ώρα.

Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ,
με πόθο ερωτούσι,
πού εγεννήθη ο Χριστός,
να πάν να τον ευρούσι.