Αρχείο

Βιογραφίες

Αν ζούσε σήμερα θα ήταν 85 ετών και ποιος ξέρει πόσα αριστουργήματα θα μας είχε ακόμα χαρίσει. Ο λόγος για τον αξέχαστο Μάνο Χατζιδάκι, τον ιδιοφυή συνθέτη και ξεχωριστό άνθρωπο, που γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1925.

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη. Η μητέρα του ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας του από το χωριό Μύρθιο του Ρεθύμνου. Όπως λέει και ο ίδιος, «είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός από τη στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού». Το 1932, μετά τον χωρισμό των γονιών του, μετακόμισε στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του.

Δύο γεγονότα, ο θάνατος του πατέρα του το 1938 σε αεροπορικό δυστύχημα και η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, δημιούργησαν οικονομικές δυσκολίες στην οικογένεια του Χατζιδάκι, εξαναγκάζοντας τον ίδιο να εργαστεί από αρκετά νέος. Έκανε διάφορες δουλειές, από φορτοεκφορτωτής στον Πειραιά μέχρι βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Η μουσική του εκπαίδευση, που περιελάμβανε μαθήματα πιάνου, βιολιού και ακορντεόν, είχε ξεκινήσει ήδη από ηλικία τεσσάρων ετών. Την συνέχισε την περίοδο 1940-1943 με τον μουσικό, συνθέτη, διευθυντή ορχηστρών και ακαδημαϊκό Μενέλαο Παλλάντιο, ενώ παράλληλα ξεκίνησε και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν ολοκλήρωσε.

Την ίδια εποχή άρχισε να γνωρίζεται και με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο θα παραμείνει φίλος μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ως συνθέτης πρωτοεμφανίστηκε το 1944 όταν έγραψε τη μουσική του έργου «Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολωμού, που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Ένα έργο στο οποίο έπαιζαν η Αλέκα Κατσέλη (η οποία εμφανιζόταν για πρώτη φορά και τραγούδησε και ένα τραγούδι του), ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Δημήτρης Νικολαΐδης, ο Λυκούργος Καλλέργης, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και η Βάσω Μεταξά. Στη σχολή του Θεάτρου θα παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής, που όμως δεν θα συνεχίσει μετά από προτροπή του ίδιου του Κουν. Με το Θέατρο Τέχνης θα συνεργαστεί περίπου δεκαπέντε χρόνια. Θα γράψει μουσική για πολλά έργα όπως «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.α.

Την πρώτη του μουσική για τον κινηματογράφο συνέθεσε το 1946 για την ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι» του Βίωνα Παπαμιχάλη, στην οποία έκανε και την πρώτη κινηματογραφική της εμφάνιση η Έλλη Λαμπέτη. Τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσει να γράφει μουσική για ελληνικές ή ξένες ταινίες, όπως «Στέλλα», «Δράκος», «Μια ζωή την έχουμε», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Ιστορία μιας κάλπικης λίρας», «Αλίμονο στους νέους», «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», «Μανταλένα», «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Αμέρικα Αμέρικα», «Sweet movie», «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου» και άλλες. Επίσης, έγραψε μουσική για δύο ντοκιμαντέρ του Ζακ-Υβ Κουστό.

Κέρδισε δύο χρονιές το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, με το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» (1959) και το «Κυπαρισσάκι» (1960), τα οποία τραγούδησε η Νανά Μούσχουρη.

Το 1961 τιμήθηκε με το Βραβείο Όσκαρ για «Τα παιδιά του Πειραιά» που ερμήνευσε η Μελίνα Μερκούρη στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν, το οποίο περιλαμβάνεται στα δέκα πιο εμπορικά τραγούδια του 20ού αιώνα. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1960, είχε κερδίσει στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης βραβείο για τη μουσική της ταινίας «Το ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου.

Ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε από τη ζωή στις 15 Ιουνίου 1994.
απε
Μετά την διαφωνία του με τον Φιντέλ Κάστρο και τη φυγή του από την Κούβα, ο αργεντίνος επαναστάτης Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα περιπλανήθηκε αρκετά. Το φθινόπωρο του 1966 βρέθηκε στη Βολιβία για να συνεχίσει το επαναστατικό του έργο. Ήταν μια σύγχρονη εκδοχή του Σιμόν Μπολιβάρ, καθώς θεωρούσε τη Λατινική Αμερική, όχι ως ένα σύνολο χωριστών εθνών, αλλά ως μια πολιτιστική και οικονομική ενότητα, για την απελευθέρωση της οποίας θα χρειαζόταν μια κοινή στρατηγική.

Την πάμφτωχη Βολιβία κυβερνούσε εκείνη την εποχή η αμερικανοκίνητη χούντα του στρατηγού Ρενέ Μπαριέντος. Ο Τσε με πάσα μυστικότητα οργάνωσε στη ζούγκλα της Σάντα Κρους μια ομάδα από 50 αντάρτες, που αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα του Βολιβιανού Απελευθερωτικού Στρατού. Η πρώτη μάχη με τον στρατό δόθηκε τον Μάρτη του 1967. Ο Τσε ήταν και πάλι στο προσκήνιο, γεγονός που προκάλεσε την οργή του δικτάτορα, ο οποίος ζήτησε από τις δυνάμεις του το κεφάλι του για να το κρεμάσει σε κεντρικό φανοστάτη της Λα Παζ.

Ταυτόχρονα δραστηριοποιήθηκε και η CIA, που δεν είχε ξεχάσει τη δράση του Γκεβάρα στην Κούβα και την καθοριστική του συνεισφορά στην επικράτηση των «μπαρμπούδος» του Κάστρο, αλλά και την εναντίον των ΗΠΑ ρητορική του. Εξόπλισε τις ειδικές δυνάμεις του βολιβιανού στρατού με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και την πλαισίωσε με ειδικούς συμβούλους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Φέλιξ Ροντρίγκεζ, με δράση στην Κούβα. Εκτός από τον στρατό και τους Αμερικανούς, ο Τσε είχε να αντιμετωπίσει και την εχθρική συμπεριφορά του τοπικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που ήταν περισσότερο προσανατολισμένο προς τη Μόσχα, παρά προς στην Αβάνα.

Ο κλοιός έσφιγγε γύρω του και ο Τσε δεν άργησε να πέσει στα χέρια των διωκτών του. Οι βολιβιανές ειδικές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες τις πληροφορίες από ντόπιους χωρικούς, τον συνέλαβαν ύστερα από σύντομη μάχη στις 8 Οκτωβρίου 1967 στην τοποθεσία Κεμπράδα Ντελ Ιούρο. Σύμφωνα με κάποιους στρατιώτες, ο Τσε φώναξε στους στρατιώτες: «Μη με πυροβολείτε. Είμαι ο Τσε Γκεβάρα και αξίζω περισσότερο ζωντανός παρά νεκρός». Πάνω του βρέθηκε το ημερολόγιο που κρατούσε για τη δράση του στη Βολιβία. Η πρώτη εγγραφή ήταν στις 7 Νοεμβρίου 1966 και η τελευταία στις 7 Οκτωβρίου 1967 την παραμονή της σύλληψής του.

Την επομένη μέρα ο Τσε Γκεβάρα εκτελέστηκε σε μια αίθουσα ενός εγκαταλελειμμένου σχολείου στο χωριό Λα Χιγκέρα. Ο εκτελεστής του ήταν ο λοχίας Μάριο Τεράν, που έδωσε μάχη με τους συναδέλφους του για το ποιος θα έχει την τιμή να σκοτώσει τον διακεκριμένο αιχμάλωτο. Με διαταγή του δικτάτορα Μπαριέντος, τον πυροβόλησε με τέτοιο τρόπο, ώστε να φανεί ότι σκοτώθηκε σε μάχη.

Η σορός του 39χρονου επαναστάτη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Βαγιεγκράντε για να επιδειχθεί στους εκπροσώπους του Τύπου. Ακολούθως, ένας στρατιωτικός γιατρός τού ακρωτηρίασε τα δύο χέρια ως αποδεικτικό στοιχείο και στη συνέχεια το υπόλοιπο της σορού του τάφηκε σε άγνωστο σημείο. Ο τάφος του αποκαλύφθηκε το 1997 κοντά στο αεροδρόμιο του Βαγιεγκράντε από μια ομάδα κουβανών ιατροδικαστών. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κούβα και τάφηκαν στο Μαυσωλείο της Σάντα Κλάρα, όπου δόθηκε η καθοριστική μάχη της Κουβανικής Επανάστασης.

Ο θάνατός του αποτέλεσε ένα σοβαρό πλήγμα για το επαναστατικό κίνημα στη Λατινική Αμερική και οι διάφορες χούντες της περιοχής βρήκαν την ευκαιρία να σκληρύνουν τη στάση τους. Σε αυτό το σημείο εστιάζεται και η κριτική που ασκήθηκε στον Τσε Γκεβάρα, ότι δηλαδή η δική του δράση και όσων τον μιμήθηκαν αργότερα συνέβαλε στη διατήρηση ενός σκληρού και αμερικανοκίνητου μιλιταρισμού στη Λατινική Αμερική για πολλά χρόνια ακόμα.

Σχεδόν αμέσως με το θάνατό του άρχισε να καλλιεργείται ο μύθος του. Ο γιατρός από την Αργεντινή έγινε το σύμβολο της εξέγερσης και της επανάστασης για το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του ’60. Πολλά νεαρά άτομα στη Δύση τον ξεχώρισαν ανάμεσα σε άλλους επαναστάτες, επειδή απαρνήθηκε τις ανέσεις μιας άνετης μεσοαστικής ζωής, για να αγωνισθεί για τους φτωχούς και απόκληρους του πλανήτη και για μια δίκαιη κοινωνία. Ακόμη και όσοι διαφωνούσαν με τις κομμουνιστικές του ιδέες αναγνώρισαν την ακεραιότητα και το πνεύμα αυτοθυσίας που τον διέκρινε.

Ο Τσε Γκεβάρα είχε και πολλούς επικριτές. Πολλοί πιστεύουν ότι ο ηρωικός του θάνατος, το νεαρό της ηλικίας του και η αποτυχία των οραμάτων του συνεισέφεραν καθοριστικά στη δημιουργία του μύθου του. Οι συντηρητικοί τον κατηγόρησαν ότι δημιούργησε τα πρώτα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην Κούβα, ενώ οι αναρχικοί ως ένα σταλινικό γραφειοκράτη, αν και οι σχέσεις του με τη Μόσχα δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Για την επίσημη Αμερική, ο Τσε Γκεβάρα θεωρείται και σήμερα ένας επικίνδυνος τρομοκράτης, του μεγέθους του Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Με το πέρασμα των χρόνων, ο Τσε έγινε αντικείμενο λατρείας, ένα ποπ είδωλο παντός καιρού. Μπλουζάκια, καπελάκια, πόστερ και κούπες με παραλλαγές της περίφημης φωτογραφίας του Άλμπερτ Κόρντα, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Η ειρωνεία της ιστορίας: 39 χρόνια μετά το θάνατό του ο Τσε Γκεβάρα επέστρεψε για να χαρίσει το φως στον εκτελεστή του. Ο Μάριο Τεράν, απόστρατος αξιωματικός του βολιβιανού στρατού, υπεβλήθη το 2006 σε επιτυχημένη εγχείρηση στα μάτια σε κλινική της Κούβας.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε ένας από τους λίγους τραγουδιστές που κέρδισαν αδιαφιλονίκητα τον τίτλο του λαϊκού ερμηνευτή, αγαπήθηκε φανατικά, μπήκε στις καρδιές και στα σπίτια των ανθρώπων, τραγουδήθηκε όσο λίγοι και χάρισε το αίσθημα της οικειότητας σε όσους ένιωσαν ότι τραγουδά για εκείνους.

Με τη μοναδική υφή της φωνής του κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν και τόσο αυτονόητη. Οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι, πρόσφυγες, εργάτες, όλοι αγωνιστές της καθημερινότητας αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά. Και το κοινό του, βέβαια, δεν σταματούσε μόνο σε αυτούς.

Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία. Η μητέρα του ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Από αυτή άκουγε ως παιδί τα λαϊκά τραγούδια που έφεραν οι πρόσφυγες και από τη γιαγιά του -όπως έλεγε ο ίδιος- πήρε τις τεχνικές, τις αναπνοές, το κλάμα στη φωνή… Ως τη στιγμή που τον ανέλαβε ο μεγάλος δάσκαλος Στέλιος Χρυσίνης.

Μεγαλώνοντας, δούλεψε σ’ ένα εργοστάσιο στη Νέα Ιωνία. Μία μέρα, τον φωνάζει το αφεντικό του και του λέει ότι έχει καταπληκτική φωνή και του κάνει δώρο μία κιθάρα. Ο Στέλιος, όσε ώρες δεν δούλευε, καθόταν στο σπίτι και προσπαθούσε να μάθει τραγούδια στην κιθάρα. Μια μέρα, κάποιος περαστικός τον άκουσε και του πρότεινε να τραγουδήσει στην ταβέρνα του. Έτσι, έγινε η αρχή…

Το 1950 εμφανίστηκε για πρώτη φορά επαγγελματικά στην Κηφισιά. Δύο χρόνια αργότερα έκανε και την πρώτη ηχογράφησή του στην Columbia, με το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Για μπάνιο πας», που όμως δεν πούλησε. Το δεύτερο τραγούδι, «Οι βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία.

Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μία σειρά επιτυχιών και συνεχής άνοδος, με εμφανίσεις σε γνωστά λαϊκά κέντρα της εποχής. Τότε έρχεται και η γνωριμία, ο αρραβώνας, αλλά και η συνεργασία με την Καίτη Γκρέυ, ως το καλοκαίρι του 1957. Σουξέ της εποχής, το «Απόψε φίλα με» του Μανόλη Χιώτη, ένα ντουέτο του Στέλιου Καζαντζίδη με την Καίτη Γκρέυ. Μετά από αυτό χώρισαν.

Η επόμενη οκταετία (1957-1965) είναι ίσως η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδος για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Η γνωριμία του με τη Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε μια λαμπρή συνεργασία. Μαζί έκαναν μεγάλες επιτυχίες με κορυφαίους συνθέτες (Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Καλδάρας, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Λεοντής, Ξαρχάκος, Λοϊζος, Μαρκόπουλος κ.ά.) και εμφανίστηκαν στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα.

Το Μάιο του 1966 αποφάσισαν να ενωθούν και στη ζωή. Ο γάμος τους μπορεί να μην άντεξε στο χρόνο, αλλά έμειναν για πάντα φίλοι. Έπειτα από χρόνια, ο Καζαντζίδης γνώρισε και παντρεύτηκε την κυρα-Βάσω, την οποία ο χαρακτήριζε ως «θησαυρό».

Τo 1965 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα νυχτερινά κέντρα. Τήρησε την επιλογή του αυτή ως το τέλος της ζωής του και η μόνη επαφή με το κοινό ήταν μέσω των δίσκων του. Για κάποιο διάστημα και αυτή η επικοινωνία διακόπηκε, λόγω προβλημάτων που είχε με τη δισκογραφική εταιρεία «Μίνως».

Στη δισκογραφία επανήλθε, έπειτα από 12 χρόνια απουσίας, το 1987, συνεργαζόμενος με τους Τάκη Σούκο, Λευτέρη Χαψιάδη, Θανάση Πολυκανδριώτη, Θοδωρή Καμπουρίδη, Μάκη Ερημίτη, Αντώνη Βαρδή, Σώτια Τσώτου και άλλους άξιους δημιουργούς. Το κύκνειο άσμα του ήταν ο δίσκος «Έρχονται χρόνια δύσκολα».

Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, σε ηλικία 70 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.
http://www.sansimera.gr

ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΔΥΣΚΟΛΑ
Στίχοι-Μουσική: Μάκης Ερημίτης,
Πρώτη εκτέλεση: Στέλιος Καζαντζίδης

Έρχονται χρόνια δύσκολα
γεμάτα καταιγίδες
κι εμείς του κόσμου θύματα
μ’ ατέλειωτα προβλήματα
και λιγοστές ελπίδες.

Έρχονται χρόνια δύσκολα
τα πάντα άνω-κάτω,
ο κόσμος είναι ανάστατος
κι εμείς πληγές γεμάτο.

Φονιάδες μονοπώλια
παντού φωτιές ανάβουν,
μας καίνε, μας δικάζουνε
και την ψυχή μας βγάζουνε
και ζωντανούς μας θάβουν.

Ποδοπατούν αλύπητα
τ’ ανθρώπινο το σώμα,
στο άγνωστο βαδίζουμε
κι όνειρα πια δεν χτίζουμε,
μας κλείνουνε το στόμα.

——————————-

Κορυφαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1926 στα Βίλια Αττικής. Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου. Πατέρας της ήταν ο Κώστας Λούκος, ιδιοκτήτης ταβέρνας, και μητέρα της η Αναστασία Σταμάτη. Ο παππούς της, γνωστός ως Καπετάν-Σταμάτης, είχε πολεμήσει στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, κατά την επανάσταση του 1821.

Το 1928 η οικογένειά της μετακόμισε στην Αθήνα. Δεκατρία χρόνια αργότερα, η Έλλη έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, αλλά απορρίφθηκε. Ωστόσο, το ταλέντο της αναγνωρίστηκε από τη Μαρίκα Κοτοπούλη, που την πήρε κοντά της και σύντομα έγινε η αγαπημένη της μαθήτρια. Μάλιστα, της είχε τόση εμπιστοσύνη, ώστε της επέτρεψε να διαβάσει ακόμη και τις ερωτικές επιστολές που είχε λάβει από τον Ίωνα Δραγούμη, στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκείνη τη χρονιά απέκτησε και το νέο της επώνυμο, το οποίο το επέλεξε από το βιβλίο «Αστραπόγιανος» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Πολύ σύντομα, το 1942, έκανε την πρώτη επίσημη θεατρική της εμφάνιση, στο έργο «Η Χάννελε πάει στον Παράδεισο» του Χάουπτμαν. Τέσσερα χρόνια αργότερα καθιερώθηκε ως ηθοποιός εξαιρετικής εσωτερικότητας, με τον «Γυάλινο Κόσμο» στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Την ίδια χρονιά έκανε και το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, στην ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι». Από το 1948 συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Κώστα Μουσούρη, τον μεγάλο αντίπαλο του Κουν. Εκείνη τη χρονιά γνωρίστηκε και με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον πρώτο μεγάλο της έρωτα.

Το 1950 παντρεύτηκε με τον Μάριο Πλωρίτη. Ο γάμος τους, όμως, δεν άντεξε για πολύ… Χώρισαν τρία χρόνια αργότερα, όταν η Έλλη γνώρισε τον Δημήτρη Χορν. Μαζί έγραψαν μία από τις πιο αστραφτερές σελίδες στην υποκριτική τέχνη. Συγκρότησαν δικό τους θίασο, μαζί με τον Γιώργο Παππά, ανεβάζοντας έργα όπως: «Ο βροχοποιός», «Νυφικό Κρεβάτι», «Το παιχνίδι της Μοναξιάς», κ.α. Στη μεγάλη οθόνη, υπήρξαν συμπρωταγωνιστές στην «Κάλπικη Λίρα» (1956) του Γιώργου Τζαβέλα. Άλλες κινηματογραφικές επιτυχίες της Έλλης Λαμπέτη, αυτής της περιόδου, είναι το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» (1954), «Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956) και «Το τελευταίο ψέμα» (1957) του Μιχάλη Κακογιάννη.

Παρότι η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν υπήρξαν αγαπημένο ζευγάρι στη ζωή και στο σανίδι, η σχέση τους έφτασε στο τέλος της το 1959. Δήλωσαν ότι θα ξανασυνεργαστούν σύντομα, κάτι όμως που δεν έγινε ποτέ. Έως τότε η Έλλη είχε χάσει τη μητέρα της, τρία αδέρφια κι ένα μωρό που θα αποκτούσε με τον Χορν. Η μόνη αχτίδα σ’ αυτά τα τραγικά χρόνια ήταν η γνωριμία της με τον αμερικανό συγγραφέα Γουέικμαν, ο οποίος υπήρξε ο επόμενος σύζυγός της έως το 1976.

Η δεκαετία του ’70 ήταν εξίσου σκληρή για την Έλλη Λαμπέτη. Εξαιτίας της λαχτάρας της για την απόκτηση ενός παιδιού, ενεπλάκη σε μία δικαστική περιπέτεια, που κράτησε τέσσερα χρόνια. Οι φυσικοί γονείς τής μικρής Ελίζας, που είχε υιοθετήσει, διεκδίκησαν και πήραν την κηδεμονία του παιδιού το 1974.

Τα επόμενα χρόνια ήταν μία μάχη με την επάρατο νόσο, από την οποία είχε προσβληθεί από το 1967. Δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε να παίζει στο θέατρο, αποσπώντας εντυπωσιακές κριτικές. Η τελευταία της εμφάνιση ήταν το 1981, στο έργο «Σάρα – Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού», όπου έπαιξε θαυμαστά το ρόλο της κωφάλαλης Σάρας. Λίγο αργότερα, η υγεία της επιδεινώθηκε. Έχασε τη φωνή της και τελικά άφησε την τελευταίας της πνοή στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983, στο αμερικάνικο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν.

Η ζωή της γράφτηκε σε βιβλίο από τον καλό της φίλο Φρέντυ Γερμανό κι έγινε μπεστ σέλερ, 13 χρόνια μετά το θάνατό της.
http://www.sansimera.gr

Η κορυφαία τραγουδίστρια του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού, Σωτηρία Μπέλλου, γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1921 στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας. Ήταν μέλος εύπορης οικογένειας και η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέλφια της. Είχε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο Σχηματάρι. Στο πλευρό του, «ζυμώθηκε» από μικρή με τους εκκλησιαστικούς ήχους και τη βυζαντινή μουσική.

Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο. Οι γονείς της, όμως, είχαν αντιρρήσεις κι έτσι σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να κατεβεί μόνη στην Αθήνα. Εκεί παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία, με τον οποίο είχε γνωριστεί όσο ήταν ακόμη στη Χαλκίδα. Ο γάμος τους κράτησε μόνο έξι μήνες και η Σωτηρία βρέθηκε στις φυλακές «Αβέρωφ», όταν στον τελευταίο τους καβγά του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Στο Εφετείο η ποινή της μειώθηκε από 3,5 χρόνια σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη.

Το μαρτύριό της συνεχίστηκε όταν επέστρεψε στο πατρικό της στη Χαλκίδα, καθώς οι δικοί της θεωρούσαν ότι τους ντρόπιαζε. Μην αντέχοντας το καθημερινό ξύλο, αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει την τύχη της στην πρωτεύουσα. Καθώς η μέρα αυτού του ταξιδιού της συνέπεσε με την 28η Οκτωβρίου 1940, πέρασε όλη την περίοδο του πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής κάτω από δύσκολες συνθήκες και κάνοντας διάφορες δουλειές. Ανάμεσα στα άλλα τραγουδούσε για ένα χαρτζιλίκι σε διάφορα ταβερνάκια, με μια κιθάρα που είχε αγοράσει στο μεταξύ.

Μετά την την απελευθέρωση και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα και τις διώξεις του Εμφυλίου, όντας ενεργό μέλος του αντάρτικου, την ανακάλυψε σε μια ταβέρνα των Εξαρχείων ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στο φίλο του Βασίλη Τσιτάνη. Ο βάρδος του ρεμπέτικου ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να μπουν μαζί στο στούντιο.

Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον αξέχαστο Τσιτσάνη («Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή») την καθιέρωσε ως λαϊκή τραγουδίστρια, ενώ τα χρόνια 1948 – 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τους Γιάννη Παπαϊωάννου («Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Άνοιξε, άνοιξε»), Γιώργο Μητσάκη («Ο ναύτης», «Το σβηστό φανάρι»), Απόστολο Καλδάρα («Είπα να σβήσω τα παλιά»), Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη κ.ά.

Η καριέρα της γνώρισε μία κάμψη στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας ’60. Από το 1966, όμως, κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους, προχωρώντας σε πρωτοποριακές συνεργασίας με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες: Μούτσης («Το φράγμα»), Σαββόπουλος («Το βαρύ ζεϊμπέκικο»), Ανδριόπουλος («Λαϊκά προάστια»), Κουνάδης («Δεν περισσεύει υπομονή»), Λάγιος («Λαός»), Ανδριόπουλος κ.ά. Παράλληλα, ξανατραγούδησε παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας, καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Το Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας, όταν εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Έχασε τη φωνή της και δύο ημέρες πριν τα 76 γενέθλιά της, στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.
http://www.sansimera.gr

Ο Αλέξης Μινωτής ήταν ένας από τους κορυφαίους δραματικούς ηθοποιούς και σκηνοθέτες του Ελληνικού θεάτρου. Γεννήθηκε στα Χανιά στις 8 Αυγούστο 1898. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλέξης Μινωτάκης. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στο γυμνάσιο διορίστηκε υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα Χανίων. Το 1921 ήλθε στην Αθήνα και άρχισε ως ερασιτέχνης ηθοποιός να εμφανίζεται «επί σκηνής» με διάφορα θεατρικά συγκροτήματα – θιάσους. Αργότερα όμως επιδόθηκε ως επαγγελματίας ηθοποιός λαμβάνοντας μέρος και σε επαρχιακές θεατρικές περιοδείες με τους θιάσους Βεάκη και Νέζερ παρουσιάζοντας τον «Οιδίποδα τύραννο». Προκειμένου εν τω μεταξύ ν΄ αντιμετωπίσει τις οικογενειακές αντιρρήσεις για το επάγγελμα που είχε διαλέξει αναγκάσθηκε να κόψει (περιορίσει) το επίθετό του, αν και αυτό δεν μείωσε τη ρήξη που είχε με τον πατέρα του για πολλά χρόνια.

Βραδύτερα προσλήφθηκε από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη με το θίασο της οποίας και σημείωσε το 1925 τη πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο έργο του Αρτζιμπάσεφ «Πόλεμος» που υποδυόταν το ρόλο του βιολιστή, έτσι δεν άργησε αν και αυτοδίδακτος ν΄ αναγνωρισθεί η εξέχουσα καλλιτεχνική μορφή του μεταξύ των Ελλήνων πρωταγωνιστών της δραματικής σκηνής. Ιστορικής επιτυχίας θεωρήθηκαν οι παραστάσεις του στο πρωτοποριακό τότε συγκρότημα της «Ελεύθερης Σκηνής» το 1930. Στη συνέχεια αναγνωρίσθηκε από τους καλύτερους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου, στις παραστάσεις του οποίου στην Αγγλία (1939) με τον «Αμλετ» του Σαίξπηρ κρίθηκε από τους Άγγλους κριτικούς ως Παγκόσμιος καλύτερος Άμλετ των τελευταίων 50 ετών.

Ο Αλέξης Μινωτής υποδύθηκε σχεδόν όλους τους ρόλους σε όλα τα θεατρικά είδη, από φάρσες μέχρι μελοδράματα (όπερες) και από κωμωδία μέχρι τραγωδία, δημιουργώντας μια καριέρα διεθνούς ακτινοβολίας. Κυριότεροι δημιουργικοί ρόλοι του Αλέξη Μινωτή ήταν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους των έργων: «Ιούλιος Καίσαρ» και «Άμλετ» του Σαίξπηρ, «Δον Κάρλος» του Σίλλερ, «Ιβάν ο τρομερός», «Πέερ Γκυντ», «Μάκβεθ», «Βασιλιάς Ληρ», «Βρυκόλακες» κ.ά.

Το 1940 παντρεύτηκε την Κατίνα Παξινού και μαζί εμφανίζονταν στο Βασιλικό Θέατρο που δημιούργησαν. Στη περίοδο όμως της κατοχής στην Ελλάδα (1941) ο Αλέξης Μινωτής κατέφυγε στις ΗΠΑ. Το 1946 ο Μινωτής εισήλθε στο Χόλουγουντ και έλαβε μέρος στη κινηματογραφική ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ «Notorious» μαζί με τον Κάρυ Γκράντ και την ‘Ινγκριντ Μπέργκμαν. Την ίδια χρονιά συμμετείχε ακόμη στη ταινία «Chase» μαζί με την Μισέλ Μοργκάν. Από εκεί το 1952 προσκλήθηκε από το Εθνικό Θέατρο στην Αθήνα (μαζί με την Κατίνα Παξινού) για έκτακτες εμφανίσεις σε αρχαία δράματα και στους «Βρυκόλακες» του ‘Ιψεν. Τότε ανταποκρινόμενος στο αίτημα της Βασίλισσας Φρειδερίκης για γύρισμα χολιγουντιανής ταινίας στην Ελλάδα συμμετείχε στο «Παιδί και το Δελφίνι» με την Σοφία Λόρεν που γυρίστηκε στην ‘Υδρα. Το ίδιο έτος μετά τις παραστάσεις στην Ελλάδα συμμετείχε στις παραστάσεις αρχαίων δραμάτων του Εθνικού Θεάτρου στη Νέα Υόρκη. Στις παραστάσεις εκείνες ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή ανεβάστηκε με δική του σκηνοθεσία. Επίσης σκηνοθέτησε στη συνέχεια τις τραγωδίες «Εκάβη» και «Μήδεια» του Ευριπίδη στις οποίες και πρωταγωνίστησε η Κατίνα Παξινού καθώς και τις τραγωδίες «Αντιγόνη» και «Οιδίπους επί Κολονώ» που πρωταγωνιστούσε ο ίδιος.

Το 1958 ανέβασε στην Αμερική (Dallas Civil Opera) και στο Κόβεντ Γκάρντεν στο Λονδίνο την όπερα του Κερουμπίνι «Μήδεια» με πρωταγωνίστρια την Μαρία Κάλλας. Η παράσταση εκείνη κρίθηκε ως βάση υψηλού υποδείγματος σύγχρονης σκηνοθεσίας μελλοδράματος (όπερας). Επίσης εμφανίσθηκε και στο Μπροντγουέι στην «Ηλέκτρα» με την Μαρίκα Κοτοπούλη.
Ο Αλέξης Μινωτής είχε επίσης λάβει μέρος και στη ξένη κινηματογραφική επιτυχία «Γη των Φαραώ» με την Τζόαν Κόλινς.

Πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990 μένοντας πιστός στη μνήμη της συζύγου του, Κατίνας Παξινού μέχρι τον θάνατό του.

http://el.wikipedia.org


Η ζωή της Σαπφούς παρουσιάζεται σε θεατρικό έργο που παίζεται αυτές τις μέρες στη Μελβούρνη.
Στη ζωή και το έργο της αρχαίας Ελληνίδας ποιήτριας Σαπφούς αναφέρεται και εκτενές δημοσίευμα της εφημερίδας «The Age» με τίτλο «Αρχαίοι πόθοι» και την υπογραφή της Fiona McGregor.
Το δημοσίευμα επισημαίνει «τη διαχρονικότητα του έργου της Σαπφούς, τη μεγάλη φήμη που απολάμβανε κατά την αρχαιότητα, αλλά και αιώνες μετά το θάνατό της, την ποικιλία της θεματογραφίας των ποιημάτων της και το γεγονός ότι μικρό τμήμα του έργου της διασώθηκε μετά την καταστροφή της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας».

Επισημαίνεται ότι «οι σύγχρονοι Έλληνες κράτησαν κατά καιρούς μια αμφίσημη στάση απέναντι στο έργο της, λόγω της απόρριψης εκ μέρους τους της ομοφυλοφιλίας», αλλά τονίζεται ότι «ως προσωπικότητα, η Σαπφώ αποτέλεσε παράδειγμα για τους λιγότερο γνωστούς ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας».

Το δημοσίευμα περιλαμβάνει αποσπάσματα από γνωστά ποιήματα της Σαπφούς και γίνεται με αφορμή την παρουσίαση του θεατρικού έργου «Σαπφώ…σε 9 αποσπάσματα», στο θέατρο Malthouse της Μελβούρνης.
ΑΠΕ

Ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος, γεννήθηκε σαν σήμερα το 1936, στο ορεινό χωριό Aνώγεια του Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε απο τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της Κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης Ψαραντώνης και ο Γιάννης Ξυλούρης Ψαρογιάννης.
Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα
και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια . Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο». Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη «μόδα» της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετα βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Γνώρισε την Ουρανία Μελαμπιανάκη, τον Μάιο του 1958
παντρεύτηκαν και τον ίδιο Σεπτέμβρη μετακόμισαν στο Ηράκλειο Κρήτης. Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά». Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιός του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο «Ερωτόκριτος» και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο «Ανυφαντού» και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό
ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο «Χρονικό» και τα «Ριζίτικα». Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ «Λήδρα» και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης.
Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο»
στο θέατρο «Αθήναιον».
Ο Νίκος Ξυλούρης στην ακμή της καριέρας του αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο
. Μετά από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις και αρκετή ταλαιπωρία έχασε τη μάχη στο Νοσοκομείο Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980.

Και μιας και, στο δικό μου θυμητικό τουλάχιστον, η φωνή του Ξυλούρη έχει συνδεθεί μοναδικά με την μπαλάντα του κυρ’ Μέντιου του Κώστα Βάρναλη, έψαξα και βρήκα τους στίχους για να θυμηθούμε και να μάθουμε…

Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Κούτσα μια και κούτσα δυο της ζωής το ρημαδιό!

Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι, ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ’ φήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια με κοτρόνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!

Aνωχώρι, Κατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι, και με κάμα και βροχή, ώσπου μου ‘βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κι’ έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζευγάρι με το βόδι(άλλο μπόι κι’ άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ’ αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ’ «όλα για όλα»κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνωνται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαϊ.

Kαι γι’ αυτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό!

Aλλά εμένα σε μια σφήνα μ’ έδεναν το Μαη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι’ ο παπάς με την κοιλιά του μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός:»Σε καβάλησε ο Χριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει όλ’ η Χώρα κι’ οι καμπόσοι. Μη ρωτάς το πώς και τί, να ζητάς την αρετή!-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!-Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!- Αντραλίζομαι!… Πεινώ!… – Σούτ! θα φας στον ουρανό!»

Kι’ έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κι’ εγώ, του θεού τ’ αβασταγό!

Kι’ όταν ένα καλό βράδυ θα τελειώσει μου το λάδικι’ αμολήσω την πνοή (ένα πουφ είν’ η ζωή),

H ψυχή μου θε να δράμη στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράμη, τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του να φιλάει τα γένια του!

Γέρασα κι’ ως δε φελούσα κι’ αχαϊρευτος κυλούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο: «Χαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κύρ Μέντη απ’ την αδικιά τ’ αφέντη, συ που δίδαξες αρνίτον κύρ λύκο να γενή!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!… «Μα με την κουβέντα αυτή πόρτα μου ‘κλεισε κι’ αυτί.

Tότενες το μαύρο φίδι το διπλό του το γλωσσί διπίσω από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βιά:»Φως ζητάνε τα χαϊβάνιακι’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια, μα θεοί κι’ όξαποδώ κει δεν είναι παρά δώ.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρης. Οπου ποθεί λευτεριά, παίρνει σπαθί.Mη χτυπάς τον αδερφό σου- τον αφέντη τον κουφό σου! Και στον ίδρο το δικό γίνε συ τ’ αφεντικό.

Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο, χάιντε Σύμβολον αιώνιο! Αν ξυπνήσεις, μονομιάς θα ‘ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει κι’ έχ’ η πλάση κοκκινήσει κι’ άλλος ήλιος έχει βγησ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γης».

Ο Ζαν Πολ Σαρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 21 Ιουνίου του 1905. Σπούδασε Φιλοσοφία και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δραστηριότητα. Μετά τη λήξη του, ίδρυσε μαζί με τον Μορίς Mερλό Ποντί το περιοδικό «Σύγχρονοι Καιροί». Σύντροφος της ζωής του υπήρξε η Σιμόν ντε Μποβουάρ, αν και δεν παντρεύτηκαν ποτέ.
Επηρεασμένος από τη γερμανική φιλοσοφία του υπαρξισμού και απορρίπτοντας τον μπολσεβικισμό, ο Σαρτρ υποστήριζε ένα νέο ουμανισμό, σ’ ένα κόσμο χωρίς την ανάγκη θεού. Τις ιδέες του κατόρθωσε να τις περάσει και μέσα από τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του έργα. Λόγω της αθεϊστικής στάσης του, όλα τα βιβλία του τοποθετήθηκαν από την καθολική εκκλησία στη λίστα των απαγορευμένων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, μετά την καταστολή των εργατικών κινητοποιήσεων στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, ο Σαρτρ θεώρησε αποτυχημένο τον αγώνα του για πολιτικό και κοινωνικό μετασχηματισμό. Όταν στις 22 Οκτωβρίου
του 1964 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, αρνήθηκε να το παραλάβει, γιατί θεώρησε ότι επιβραβεύεται η τοποθέτησή του ενάντια στα κομμουνιστικά καθεστώτα. Κάτι που -όπως υποστήριξε- θα μείωνε το γόητρο της συγγραφικής του δουλειάς.
Ο Ζαν Πολ Σαρτρ πέθανε στις 15 Απριλίου
του 1980.

Ο σπουδαίος σκιτσογράφος και γελοιογράφος, Φωκίων Δημητριάδης, που διακρίθηκε κυρίως στην πολιτική γελοιογραφία γεννήθηκε το 1894 στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Από νεαρής ηλικίας δημοσίευσε σκίτσα του στα έντυπα της Σχολής Γλωσσών και Εμπορίου της Κωνσταντινούπολης, στην οποία επίσης φοίτησε.
Το 1915 ήλθε στην Ελλάδα και δούλεψε επί πενταετία στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στη Θεσσαλονίκη. Από το 1922 αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη γελοιογραφία, δουλεύοντας στην εφημερίδες του Δημήτριου Λαμπράκη «Ελεύθερο Βήμα» (μετέπειτα «Το Βήμα») και «Αθηναϊκά Νέα» (μετέπειτα «Τα Νέα»). Μεγάλη του αγάπη υπήρξε και η ΑΕΚ, της οποίας αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος.
Από το 1945 έως το 1960 ήταν η περίοδος της μεγάλης του ακμής, όταν τα σκίτσα του ασκούσαν μεγάλη επιρροή και λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη από τους πολιτικούς. Στο διάστημα αυτό, αλλά και αργότερα, εξέδωσε πολλές γελοιογραφικές σειρές, ανάμεσά τους και τη διασκευή της ομηρικής «Οδύσσειας». Το 1961 τιμήθηκε με το Α’ Βραβείο του Παγκόσμιου Διαγωνισμού Πολιτικής Γελοιογραφίας στο Λος Άντζελες και το 1969 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών.

Ο περίφημος σκιτσογράφος Φωκίων Δημητριάδης είχε επίσης εικονογραφήσει και σχολικό εγχειρίδιο: το «Αλφαβητάριο» του Δ. Ανδρεάδη (Μέρος Α’, Αθήνα 1927)
Ο Φωκίων Δημητριάδης, Φώκος για τους φίλους του, συνέχισε τη χιουμοριστική παράδοση του Θέμου Άννινου. Το σκίτσο του διακρίνεται για την εικονογραφική του πληρότητα, τη σημασία στη λεπτομέρεια και τον υψηλό τόνο της σάτιρας. Οι φιγούρες του δεν είναι στατικές, αλλά έχουν παλμό, ζωντάνια και κίνηση, απεικονίζοντας ταυτόχρονα ψυχικές καταστάσεις.
Μοναδική ήταν η ικανότητά του να φιλοτεχνεί γελοιογραφίες πολιτικών ανδρών, υπογραμμίζοντας ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους, το οποίο τους ακολουθούσε ως σημείο αναφοράς. Κάποτε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ως Υπουργός Προεδρίας τη δεκαετία του ’50, κατέβασε από το Ηρώδειο μια παράσταση των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη, επειδή λόγω της αθυροστομίας της ενόχλησε τους θρησκόληπτους και τον κλήρο.
Μετά απ’ αυτό το περιστατικό, ο Δημητριάδης στις γελοιογραφίες του ζωγράφιζε διαρκώς δίπλα στον Τσάτσο και μια κότα. Κάποια στιγμή, οι δύο άνδρες βρέθηκαν σε μία εκδήλωση, οπότε ο αείμνηστος Ακαδημαϊκός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ρώτησε τον δημοσιογράφο: «Καλά κ. Δημητριάδη, γιατί με ζωγραφίζετε πάντα με μια κότα;» και ο Δημητριάδης του απάντησε: «Ένα μυστήριο πράγμα υπουργέ μου, το ίδιο ακριβώς με ρωτά και η κότα».

πληροφορίες απο sansimera.gr