Oπως πολύ συμπαθητικά και αγαπησιάρικα θα σας χαρακτήριζε η έταιρη θείτσα, αναφωνώ κι εγώ: «Ρεμάλια! τελειώνει η σημερινή μέρα, 10 Μαίου, και κανείς δεν έχει διαβάσει το Αλμανάκ μας». Γιατί, αν το είχατε διαβάσει θα μας είχατε ρωτήσει, είτε μέσω του μαιλ μας (oitheitses@gmail.com) είτε μέσω των σελίδων μας στο facebook (Οitheitses Βlogaroun και OITHEITSES) τι σημαίνουν επιτέλους αυτά τα αιματηρά «Σκιαδικά» που διαδραματίστηκαν εκατόν πενήντα εννιά χρόνια πριν, το διήμερο 10 και 11 Μαίου του 1859????
Παρεκτός κι αν το γνωρίζετε και κάνετε την πάπια.
Πριν λοιπόν απο εκατόν πενήντα ένα χρόνια ακριβώς, το 1859 εξελίχθηκαν αιματηρά επεισόδια που σημειώθηκαν ανάμεσα στους φοιτητές και στη Χωροφυλακή, γνωστά ως «Σκιαδικά».
Ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Αλέξανδρος Ραγκαβής θεώρησε, πως η εγχώρια παραγωγή θα έπρεπε να ενδυναμωθεί και σαν παράδειγμα έφερε σε σχετική του ομιλία πως οι Ελληνες, κάθε ηλικίας, θα πρέπει να φορούν τοπικής παραγωγής ψάθινα καπέλα, τα λεγόμενα σκιάδια (απαραίτητο αξεσουάρ των ανδρών για την τότε εποχή) και όχι τα εισαγόμενα λευκά ψάθινα καπέλα που φορούσαν. Τότε δε στην Σίφνο υπήρχε μεγάλη και αξιόλογη παραγωγή ψάθινων καπέλων τα λεγόμενα «σκιάδια».
Ο πρώτος που υποστήριξε αυτήν την άποψη ήταν ο γιός του υπουργού, ο οποίος, τόσο εκείνος όσο και οι φίλοι του φόρεσαν τα τοπικής παραγωγής σκιάδια στις καθημερινές τους εξόδους, κυρίως στο Πεδίο του Αρεως, όπου και ήταν πολύ «in» περιοχή για τις βόλτες των Αθηναίων της εποχής.
Τα σκιάδια έγιναν πολύ γρήγορα της μόδας στην Αθήνα και μάλιστα φορέθηκαν περισσότερο απο μια μερίδα φοιτητικής νεολαίας, η οποία δήλωνε παράλληλα και την δυναμική αντίθεσή της στον βασιλιά Οθωνα. Από την άλλη πλευρά, η άλλη μερίδα της φοιτητικής νεολαίας, παρέμενε πιστή στο εισαγόμενο άσπρο και ψηλό καπέλο, το οποίο ήταν και σύμβολο ή αλλιώς σήμα κατατεθέν της καθεστωτικής νεολαίας.
Μ’ αυτό το τρόπο η χωροφυλακή ξεχώριζε και χαρακτήριζε τον πολιτικό προσανατολισμό αυτών που φορούσαν τα σκιάδια και αυτών που φορούσαν τα εισαγόμενα λευκά, ψηλά καπέλα.
Την Κυριακή, λοιπόν, 10 Μαΐου του 1859 εμφανίστηκε στο Πεδίο του Άρεως να βολτάρει μια ομάδα νέων, οι οποίοι φορούσαν σιφνιώτικα σκιάδια. Ταυτόχρονα, οι εισαγωγείς των καπέλων, απειλούμενοι απ αυτή τη νέα μόδα, καθότι είχε μειωθεί η κερδοφορία των επιχειρήσεων τους και θέλοντας να διακωμωδήσουν τους συγκεκριμένους νεαρούς έστειλαν υπαλλήλους τους να εμφανιστούν με κουρελιασμένα σκιάδια με γαλανόλευκες κορδέλες.Και επειδή δεν θέλει και πολύ ο Ελληνας για να μανουριάσει -ειδικά ο νέος – δημιουργήθηκαν φασαρίες μεταξύ των δύο αυτών ομάδων. Η Χωροφυλακή ενεργοποιήθηκε: αμέσως «…ο διευθυντής της Χωροφυλακής διέταξεν τους κλητήρας του να επιτεθούν κατά των μαθητών, εξ ών τινάς συνέλαβον δια να τους φυλακίσωσι» όπως αναφέρει μέρος της περιγραφής των γεγονότων απο την εφημερίδα «Αυγή».
Και η χωροφυλακή συνέλαβε τρεις νεαρούς. Ομως, όπως και σήμερα έτσι και τις παλαιές καλές εποχές, η ένταση πολύ γρήγορα μεταφέρθηκε στα γνωστά σε όλους μας, Εξάρχεια.
Ενώ η Αυγή συνεχίζει την περιγραφή της για τη δράση των νεολαίων: «ανήλθον την οδό Ερμού …εις διαδήλωσιν κατά των ανακτόρων, επιζητούντες την απόλυσιν των συλληφθέντων και την παύσιν του διευθυντού της αστυνομίας Δημητριάδου»
(ονομαστική: ο Δημητριάδης, γενική: του Δημητριάδου).
Οι διαδηλώσεις και οι φασαρίες συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα, 11 Μαίου. Πλήθος κόσμου, εκτός των φοιτητών, συγκεντρώθηκε πλέον στα Προπύλαια (τα γνωστά σε όλους μας Προπύλαια) και κάνοντας πορεία έφτασαν μέχρι στο υπουργείο Εσωτερικών ζητώντας απο τον υπουργό «την παύση του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών Δημητριάδου και την απελευθέρωση των συλληφθέντων απο τα γεγονότα».Ο υπουργός τους «έγραψε» κανονικά λέγοντας πως θα εξετάσει το αίτημά τους (κουραφέξαλα. γνωστό κόλπο, τα ξέρουμε αυτά τα σάπια…) και έτσι οι διαδηλωτές συνέχισαν τις δυναμικές τους ενέργειες ζητώντας ακρόαση απο τον ίδιο τον Οθωνα. Τους «έγραψε» κι αυτός και τότε η κατάσταση εντάθηκε ακόμα περισσότερο -έφτασε δηλαδή στο απροχώρητο.
Στη διαμαρτυρία συμμετείχαν πλέον «όλαι αι τάξεις της κοινωνίας από του γερουσιαστού, κτηματίου και μεγαλεμπόρου μέχρι του τελευταίου χειρώνακτος» σύμφωνα με τον αντιπολιτευόμενο Τύπο. Οι συγκρούσεις διήρκεσαν μέχρι αργά τη νύχτα της 11ης Μαίου, ενώ ο αριθμός των διαδηλωτών έφτασε τους 10.000.
Δεν μπορούσε να τους ηρεμήσει ούτε ο Θεός ούτε ο Διάβολος.
Μετά απο παρέμβαση του Κωνσταντίνου Κανάρη υποχώρησαν στο χώρο των Προπυλαίων και απο κει και έπειτα ακολούθησε η πρώτη κατάληψη του Πανεπιστημιακού κτιρίου.
Αποτέλεσμα; Aκολουθεί το γνωστό και στις μέρες μας σχέδιο των ενόπλων δυνάμεων. Δηλαδή, ο στρατός και η χωροφυλακή εισβάλουν πυροβολώντας στο Πανεπιστήμιο. «Ακολουθούν συγκρούσεις σώμα με σώμα που αφήνουν βαριά τραυματισμένους δύο φοιτητές και καταλήγουν σε κατάληψη τμήματος του Πανεπιστημίου από τις «δυνάμεις …της τάξης», αναφέρει ο Τύπος.
Τα παραπάνω προκάλεσαν ακόμα πιό έντονες αντιδράσεις. Ο γερουσιαστής Δημήτριος Χρηστίδης χαρακτηρίζει την έφοδο του στρατού στο Πανεπιστήμιο ως πράξη «κατά του ασύλου των επιστημών» καθώς το Πανεπιστήμιο είναι «ναός του πνεύματος» και πρέπει να απολαμβάνει το προνόμιο του απαραβίαστου για τους πάντες. Αυτή ήταν μία από τις πρώτες αναφορές στη χώρα μας για το πανεπιστημιακό άσυλο.
Η συμπαράσταση του απλού κόσμου, του λαού, κάθε απλού πολίτη ήταν συγκινητική.
Η αγορά έκλεισε, κόσμος συγκεντρώθηκε στο Πανεπιστήμιο ως ένδειξη συμπαράστασης, ενώ η Χωροφυλακή συνέχιζε να προχωρά σε συλλήψεις. Ταυτόχρονα, το υπουργικό συμβούλιο, αποφάσισε να ξυπνήσει! Συνεδρίασε υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την κατάσταση απομάκρυνε από τη θέση του τον αστυνομικό διευθυντή και απελευθέρωσε τους τρεις συλληφθέντες του Πεδίου του Άρεως. Την ίδια στιγμή ωστόσο, η κυβέρνηση παρέπεμψε 38 άτομα κάθε κατηγορίας σε δίκη ως πρωταίτιους των …»στασιαστικών ενεργειών» (τα 38 άτομα δεν ήταν κουκουλοφόροι, ήταν νεαροί με κουρελιασμένα καπελάκια και γαλανόλευκες κορδελίτσες που κρέμονταν ανέμελα πάνω σ’αυτά).
Ο τότε υπουργός Παιδείας, έκλεισε το Πανεπιστήμιο για να κατευνάσει την ένταση και μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα, ενώ μέσα στο Πανεπιστήμιο εγκαταστάθηκε στρατιωτική φρουρά από κείνη τη μέρα μέχρι την 16η Μαίου.
Αυτά ήταν, εν ολίγοις, τα «Σκιαδικά», Θείτσες μου, που θα μπορούσε κανείς να πει ότι αποτέλεσαν την πρώτη διαδήλωση, εξέγερη, διαμαρτυρία δυναμική εκδήλωση του φοιτητικού κόσμου κατά του τότε καθεστώτος. Απο εκείνη την εποχή μέχρι και σήμερα τα «Σκιαδικά» σκιάζουν μέχρι τις μέρες μας κάθε φοιτητική εξέγερση -και όχι μόνο-, ενώ ο χώρος διεξαγωγής τους -τουλάχιστον στην Αθήνα- είναι συγκεκριμένα οριοθετημένος και, μάλιστα, με ανυπέρβλητα όρια.
Τελικά, οι διαδηλώσεις και οι εξεγέρσεις έχουν τα «στέκια» τους.