Αρχείο

Daily Archives: 10/05/2010

…κι επειδή έχουμε πάντα τους νταλκάδες μας, κι επειδή γουστάρουμε τους Πειραιώτες, οι Θείτσες τιμούν τον Μ. Γεννήτσαρη:

Ο Μιχάλης Γεννήτσαρης γεννήθηκε το 1917 στη Aγία Σοφιά του Πειραιά κι από κει θα τον αποχαιρετίσουν φίλοι και θαυμαστές του, μια Παρασκευή στις 4 το απόγευμα. Eίχε την τύχη να μεγαλώσει ανάμεσα σε ανθρώπους που του έμαθαν μουσική και τον έμαθαν να αγαπάει το τραγούδι. Δάσκαλός του ο Γιώργος Mπάτης, «ένας άνθρωπος που έκανε τον κόσμο να γελάει», όπως έλεγε ο Mιχ. Γεννήτσαρης σε παλαιότερη συνέντευξή του, του οποίου το καφενείο-χοροδιδασκαλείο ήταν απέναντι από το καφενείο του πατέρα του.
Δεν αποχωρίστηκε μέχρι το τέλος το μπουζούκι του, που πρωτόπιασε στα χέρια του σε ηλικία δέκα ετών, και τη διάθεσή του να γράφει, να τραγουδάει και να μαθαίνει στους νεότερους τα τραγούδια της γενιάς του. Tην ουσιαστική του είσοδο στον κόσμο του ρεμπέτικου τραγουδιού έκανε στα 1928, όταν γύριζε τη λατέρνα και ο Mπάτης μάθαινε τους Πειραιώτες χορό. Aπό τότε ακολούθησε όλες τις διακυμάνσεις της προπολεμικής και της μεταπολεμικής ζωής στην Eλλάδα: Kατοχή, αντίσταση, απελευθέρωση, Eμφύλιος, μετεμφυλιακή εποχή, δικτατορία, μεταπολίτευση.
«Eγώ μάγκας φαινόμουνα», «Φυλακή και εξορία», «Eζησα στον υπόκοσμο», «Aλάνης και μπεκρής», «Oι Λαδάδες», «Γεια σου Περαία αθάνατε», «Σαλταδόρος» είναι μερικά από τα δημοφιλή τραγούδια που έγραψε ο Mιχάλης Γεννήτσαρης. Mεγάλοι λαϊκοί τραγουδιστές (Kαζαντζίδης, Mπιθικώτσης, Γαβαλάς κ.ά.) ερμήνευσαν συνθέσεις του. (πηγή: http://www.youtube.com/)

Oπως πολύ συμπαθητικά και αγαπησιάρικα θα σας χαρακτήριζε η έταιρη θείτσα, αναφωνώ κι εγώ: «Ρεμάλια! τελειώνει η σημερινή μέρα, 10 Μαίου, και κανείς δεν έχει διαβάσει το Αλμανάκ μας». Γιατί, αν το είχατε διαβάσει θα μας είχατε ρωτήσει, είτε μέσω του μαιλ μας (oitheitses@gmail.com) είτε μέσω των σελίδων μας στο facebook (Οitheitses Βlogaroun και OITHEITSES) τι σημαίνουν επιτέλους αυτά τα αιματηρά «Σκιαδικά» που διαδραματίστηκαν εκατόν πενήντα εννιά χρόνια πριν, το διήμερο 10 και 11 Μαίου του 1859????

Παρεκτός κι αν το γνωρίζετε και κάνετε την πάπια.
Πριν λοιπόν απο εκατόν πενήντα ένα χρόνια ακριβώς, το 1859 εξελίχθηκαν αιματηρά επεισόδια που σημειώθηκαν ανάμεσα στους φοιτητές και στη Χωροφυλακή, γνωστά ως «Σκιαδικά».
Ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Αλέξανδρος Ραγκαβής θεώρησε, πως η εγχώρια παραγωγή θα έπρεπε να ενδυναμωθεί και σαν παράδειγμα έφερε σε σχετική του ομιλία πως οι Ελληνες, κάθε ηλικίας, θα πρέπει να φορούν τοπικής παραγωγής ψάθινα καπέλα, τα λεγόμενα σκιάδια (απαραίτητο αξεσουάρ των ανδρών για την τότε εποχή) και όχι τα εισαγόμενα λευκά ψάθινα καπέλα που φορούσαν. Τότε δε στην Σίφνο υπήρχε μεγάλη και αξιόλογη παραγωγή ψάθινων καπέλων τα λεγόμενα «σκιάδια».
Ο πρώτος που υποστήριξε αυτήν την άποψη ήταν ο γιός του υπουργού, ο οποίος, τόσο εκείνος όσο και οι φίλοι του φόρεσαν τα τοπικής παραγωγής σκιάδια στις καθημερινές τους εξόδους, κυρίως στο Πεδίο του Αρεως, όπου και ήταν πολύ «in» περιοχή για τις βόλτες των Αθηναίων της εποχής.
Τα σκιάδια έγιναν πολύ γρήγορα της μόδας στην Αθήνα και μάλιστα φορέθηκαν περισσότερο απο μια μερίδα φοιτητικής νεολαίας, η οποία δήλωνε παράλληλα και την δυναμική αντίθεσή της στον βασιλιά Οθωνα. Από την άλλη πλευρά, η άλλη μερίδα της φοιτητικής νεολαίας, παρέμενε πιστή στο εισαγόμενο άσπρο και ψηλό καπέλο, το οποίο ήταν και σύμβολο ή αλλιώς σήμα κατατεθέν της καθεστωτικής νεολαίας.
Μ’ αυτό το τρόπο η χωροφυλακή ξεχώριζε και χαρακτήριζε τον πολιτικό προσανατολισμό αυτών που φορούσαν τα σκιάδια και αυτών που φορούσαν τα εισαγόμενα λευκά, ψηλά καπέλα.

Την Κυριακή, λοιπόν, 10 Μαΐου του 1859 εμφανίστηκε στο Πεδίο του Άρεως να βολτάρει μια ομάδα νέων, οι οποίοι φορούσαν σιφνιώτικα σκιάδια. Ταυτόχρονα, οι εισαγωγείς των καπέλων, απειλούμενοι απ αυτή τη νέα μόδα, καθότι είχε μειωθεί η κερδοφορία των επιχειρήσεων τους και θέλοντας να διακωμωδήσουν τους συγκεκριμένους νεαρούς έστειλαν υπαλλήλους τους να εμφανιστούν με κουρελιασμένα σκιάδια με γαλανόλευκες κορδέλες.
Και επειδή δεν θέλει και πολύ ο Ελληνας για να μανουριάσει -ειδικά ο νέος – δημιουργήθηκαν φασαρίες μεταξύ των δύο αυτών ομάδων. Η Χωροφυλακή ενεργοποιήθηκε: αμέσως «…ο διευθυντής της Χωροφυλακής διέταξεν τους κλητήρας του να επιτεθούν κατά των μαθητών, εξ ών τινάς συνέλαβον δια να τους φυλακίσωσι» όπως αναφέρει μέρος της περιγραφής των γεγονότων απο την εφημερίδα «Αυγή».
Και η χωροφυλακή συνέλαβε τρεις νεαρούς.
Ομως, όπως και σήμερα έτσι και τις παλαιές καλές εποχές, η ένταση πολύ γρήγορα μεταφέρθηκε στα γνωστά σε όλους μας, Εξάρχεια.
Ενώ η Αυγή συνεχίζει την περιγραφή της για τη δράση των νεολαίων: «ανήλθον την οδό Ερμού …εις διαδήλωσιν κατά των ανακτόρων, επιζητούντες την απόλυσιν των συλληφθέντων και την παύσιν του διευθυντού της αστυνομίας Δημητριάδου»
(ονομαστική: ο Δημητριάδης, γενική: του Δημητριάδου).
Οι διαδηλώσεις και οι φασαρίες συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα, 11 Μαίου. Πλήθος κόσμου, εκτός των φοιτητών, συγκεντρώθηκε πλέον στα Προπύλαια (τα γνωστά σε όλους μας Προπύλαια) και κάνοντας πορεία έφτασαν μέχρι στο υπουργείο Εσωτερικών ζητώντας απο τον υπουργό «την παύση του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών Δημητριάδου και την απελευθέρωση των συλληφθέντων απο τα γεγονότα».
Ο υπουργός τους «έγραψε» κανονικά λέγοντας πως θα εξετάσει το αίτημά τους (κουραφέξαλα. γνωστό κόλπο, τα ξέρουμε αυτά τα σάπια…) και έτσι οι διαδηλωτές συνέχισαν τις δυναμικές τους ενέργειες ζητώντας ακρόαση απο τον ίδιο τον Οθωνα.
Τους «έγραψε» κι αυτός και τότε η κατάσταση εντάθηκε ακόμα περισσότερο -έφτασε δηλαδή στο απροχώρητο.
Στη διαμαρτυρία συμμετείχαν πλέον «όλαι αι τάξεις της κοινωνίας από του γερουσιαστού, κτηματίου και μεγαλεμπόρου μέχρι του τελευταίου χειρώνακτος» σύμφωνα με τον αντιπολιτευόμενο Τύπο. Οι συγκρούσεις διήρκεσαν μέχρι αργά τη νύχτα της 11ης Μαίου, ενώ ο αριθμός των διαδηλωτών έφτασε τους 10.000.
Δεν μπορούσε να τους ηρεμήσει ούτε ο Θεός ούτε ο Διάβολος.
Μετά απο παρέμβαση του Κωνσταντίνου Κανάρη υποχώρησαν στο χώρο των Προπυλαίων και απο κει και έπειτα ακολούθησε η πρώτη κατάληψη του Πανεπιστημιακού κτιρίου.
Αποτέλεσμα; Aκολουθεί το γνωστό και στις μέρες μας σχέδιο των ενόπλων δυνάμεων. Δηλαδή, ο στρατός και η χωροφυλακή εισβάλουν πυροβολώντας στο Πανεπιστήμιο. «Ακολουθούν συγκρούσεις σώμα με σώμα που αφήνουν βαριά τραυματισμένους δύο φοιτητές και καταλήγουν σε κατάληψη τμήματος του Πανεπιστημίου από τις «δυνάμεις …της τάξης», αναφέρει ο Τύπος.
Τα παραπάνω προκάλεσαν ακόμα πιό έντονες αντιδράσεις. Ο γερουσιαστής Δημήτριος Χρηστίδης χαρακτηρίζει την έφοδο του στρατού στο Πανεπιστήμιο ως πράξη «κατά του ασύλου των επιστημών» καθώς το Πανεπιστήμιο είναι «ναός του πνεύματος» και πρέπει να απολαμβάνει το προνόμιο του απαραβίαστου για τους πάντες. Αυτή ήταν μία από τις πρώτες αναφορές στη χώρα μας για το πανεπιστημιακό άσυλο.
Η συμπαράσταση του απλού κόσμου, του λαού, κάθε απλού πολίτη ήταν συγκινητική.
Η αγορά έκλεισε, κόσμος συγκεντρώθηκε στο Πανεπιστήμιο ως ένδειξη συμπαράστασης, ενώ η Χωροφυλακή συνέχιζε να προχωρά σε συλλήψεις. Ταυτόχρονα, το υπουργικό συμβούλιο, αποφάσισε να ξυπνήσει! Συνεδρίασε υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την κατάσταση απομάκρυνε από τη θέση του τον αστυνομικό διευθυντή και απελευθέρωσε τους τρεις συλληφθέντες του Πεδίου του Άρεως. Την ίδια στιγμή ωστόσο, η κυβέρνηση παρέπεμψε 38 άτομα κάθε κατηγορίας σε δίκη ως πρωταίτιους των …»στασιαστικών ενεργειών» (τα 38 άτομα δεν ήταν κουκουλοφόροι, ήταν νεαροί με κουρελιασμένα καπελάκια και γαλανόλευκες κορδελίτσες που κρέμονταν ανέμελα πάνω σ’αυτά).
Ο τότε υπουργός Παιδείας, έκλεισε το Πανεπιστήμιο για να κατευνάσει την ένταση και μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα, ενώ μέσα στο Πανεπιστήμιο εγκαταστάθηκε στρατιωτική φρουρά από κείνη τη μέρα μέχρι την 16η Μαίου.
Αυτά ήταν, εν ολίγοις, τα «Σκιαδικά», Θείτσες μου, που θα μπορούσε κανείς να πει ότι αποτέλεσαν την πρώτη διαδήλωση, εξέγερη, διαμαρτυρία δυναμική εκδήλωση του φοιτητικού κόσμου κατά του τότε καθεστώτος. Απο εκείνη την εποχή μέχρι και σήμερα τα «Σκιαδικά» σκιάζουν μέχρι τις μέρες μας κάθε φοιτητική εξέγερση -και όχι μόνο-, ενώ ο χώρος διεξαγωγής τους -τουλάχιστον στην Αθήνα- είναι συγκεκριμένα οριοθετημένος και, μάλιστα, με ανυπέρβλητα όρια.
Τελικά, οι διαδηλώσεις και οι εξεγέρσεις έχουν τα «στέκια» τους.

Ο αφηγητής:
Έχει πολύ κίνηση σήμερα στην Πανεπιστημίου.
Καλοντυμένη κυρία, γύρω στα σαράντα. Μπεζ παλτό – καμηλό, ταγιέρ αυστηρό, μαλλιά κοντοκουρεμένα, βλέμμα καθαρό, θλιμμένο ίσως. Στα μάτια της, το άδειο βλέμμα του περαστικού. Μάλλον έχει αργήσει. Τα βήματά της βιαστικά, οι γόβες της μάλλον στενές. Δείχνει να υποφέρει σε κάθε κίνηση των ποδιών της.
Στα χέρια της σακούλες πολύχρωμες, μια ευχάριστη παραφωνία στο απόλυτο μπεζ του παλτό της.
Ξάφνου μπροστά της μια λακκούβα. Το τακούνι σκαλώνει, η ισορροπία χάνεται. Σακούλες γεμάτες με καλούδια σωρό εκσφενδονίζονται τριγύρω.
Ένας περαστικός, καλοντυμένος, με κοστούμι, γραβάτα κι ένα χαρτοφύλακα στο δεξί χέρι τρέχει να τη βοηθήσει. Ευγενικά τη σηκώνει, τη ρωτά αν είναι καλά και τη βοηθάει να συγκεντρώσει ξανά τα υπάρχοντά της. Οι ματιές τους συναντώνται για μια τόση δα στιγμή. Χαμογελούν αμήχανα. Ο περαστικός της δίνει τις σακούλες. Αγγίζει βιαστικά το χέρι της. Φεύγουν.

Η γυναίκα:
Έχει πολύ κίνηση σήμερα στην Πανεπιστήμιου.
Κι αυτά τα παπούτσια… Κρίμα τα λεφτά που έδωσα. Με πε-θαί-νουν! Ιδιαίτερα εκεί, στο κότσι. Μ’ αρέσει που μου τα πούλησαν για ορθοπεδικά….
Άσε που δεν μπορώ να βολέψω τις σακούλες… Δυο μπλουζάκια για τη μικρή, ένα ζευγάρι παπούτσια για τον Γιάννη – αυτά με τα κορδόνια που του άρεσαν -, ένα βάζο, γεμάτο πολύχρωμες πιτσίλες, σαν το τραγούδι που λέω στην μικρή για την πεταλούδα, κι εκείνη μπλέκει τα χεράκια της σα δυο μικρά φτερά…
Αχ, αυτά τα παπούτσια… τι το ‘θελα κι εγώ το τακούνι μέρα που’ ναι… να ‘δεις που θα χάσω την ισορροπία μου και….
Τι πόνος είναι αυτός…λες να’ σπασα το πόδι μου; Μπα, θα ‘χα λυποθυμήσει, όπως τότε, στο Δημοτικό που μ’ είχε σπρώξει εκείνη η μουλάρα η Μαρία κι είχα σπάσει το δεξί μου χέρι. Ωχ, και οι σακούλες σκορπίστηκαν παντού…. ρεζίλι έγινα!
Με ρώτησε αν χτύπησα. Ευγενικός φαίνεται. Και καλοντυμένος. Ωραία γραβάτα. Νομίζω την ίδια είχα δει σ’ εκείνο το κατάστημα στην Ερμού.
«Όχι – όχι εντάξει είμαι»
Ζεστά που ‘ναι τα χέρια του! Και απαλά. Εμένα τα δικά μου έχουν σκληρύνει απ’ τις δουλειές.
«Σας ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια»
Ωραίο βλέμμα έχει, καθαρό. Τα μάτια δεν λένε πως είναι ο καθρέφτης της ψυχής;

O άνδρας:
Έχει πολύ κίνηση σήμερα στην Πανεπιστήμιου.
Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει. Λες κι όλοι οι ταξιτζήδες του νομού Αττικής είναι συνεννοημένοι να μην περνούν από το κέντρο στις μιάμιση το μεσημέρι. Φοβερή ταλαιπωρία…. Άντε τώρα να πείσω τον Θεοδοσίου ότι καθυστέρησα γιατί δεν έβρισκα ταξί. Θα πάρει εκείνο το υφάκι των χιλίων καρδιναλίων, θα κατεβάσει τα γυαλιά στην άκρη της μύτης του, θα με κοιτάξει με ‘κείνο το απαξιωτικό, μυωπικό του βλέμμα και θα μου πει «κύριε Παπαδόπουλε, οι φτηνές σας δικαιολογίες με κουράζουν αφόρητα!» Ωχ μωρέ… τι ασχολούμαι τώρα με τον Θεοδοσίου… και δυο ώρες νωρίτερα να πήγαινα στο ραντεβού, πάλι πρόβλημα θα είχε! Υπάρχουν και χειρότερα. Να, αυτή η γυναίκα για παράδειγμα. Είναι σίγουρο πως τη στενεύουν τα παπούτσια της. Κάθε της βήμα είναι και μια γκριμάτσα πόνου. Χέρια φορτωμένα ψώνια κι ωραίο πρόσωπο, γλυκό και κουρασμένο. Κι ωραία μαλλιά. Μ΄ αρέσουν οι γυναίκες με κοντά μαλλιά.
Άσχημο πέσιμο. Και άτσαλο. Λες να φταίει το μάτι, που ‘λεγε κι η συχωρεμένη η γιαγιά μου; Κι οι σακούλες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα!
Εμπρός Νίκο. Ώρα ν’ αποδείξεις πόσο ιππότης είσαι!
Τη σηκώνω και τη βοηθώ να συγκεντρώσει ξανά τα πράγματά της. Ανταλλάσσουμε τις γνωστές κοινοτοπίες.
Τα χέρια της είναι κομμάτι παγωμένα, κοκκινισμένα τ’ ακροδάχτυλα – μάλλον από το βάρος που κουβαλάει τόση ώρα.
Ωραίο βλέμμα έχει, καθαρό. Τα μάτια δεν λένε πως είναι ο καθρέφτης της ψυχής;

Δεν υπάρχει περίπτωση να σκύψει ο Ελληνας το κεφάλι. Κατ’ αρχήν δεν έχει τη φυσική δυνατότητα να το σκύψει, αφού μ’ αυτή τη δυσκαμψία έχει γεννηθεί.
Ναι, και μην σας φαίνεται περίεργο – έχει εκ γενετής «ολική δυσκαμψία κεφαλής».
Σχεδόν το ίδιο πρόβλημα τον βασανίζει και στη μέση του – ούτε κι αυτή δύναται να τη λυγίσει, όσο κι αν φρικτά τον πιέσεις. Το σύμπτωμα, όμως αυτό εξαφανίζεται όταν πρόκειται για χορό, ενώ ευτυχώς δεν υπάρχουν σημεία δυσκαμψίας σε κανένα άλλο σημείο του υπόλοιπου σώματος. Ούτε στα πόδια, ούτε στα χέρια!
Δόξα τω θεώ, άνετα χορεύει, ζεϊμπεκίζει και φασκελώνει. Εχει επίσης, μεγάλη ευλυγισία στους σιαγόνες – και στους δύο! Τρώει στην καθισιά πέντε σουβλάκια συμπεριλαμβανομένης και της πίτας όπως λένε οι χάμω ή, αν θέλετε, «τρώει πέντε τυλιχτά» όπως λέν οι επάνω, χτυπά 5 τουλάχιστον ολλανδικές μπύρες στην καθισιά (γιατί ελληνικές δεν υπάρχουν), ρεύεται με ανοικτό το στόμα και με βροντερή τη γαργάρα στο λαρύγγι του, ενώ ταυτόχρονα μιλά στους φίλους του ή χαμουρεύεται (αυτοταχταρίζεται) χαϊδεύοντας με τα ευλύγιστα χέρια του το τροφαντό στομάχι του.

Ετσι λοιπόν, γι’ αυτούς και για άλλους πολλούς λόγους η ψηφοφορία μας με θέμα: «Δεν το σκύβω το κεφάλι – απο κει πήγαν κι άλλοι!» έκλεισε σήμερα και ανέδειξε την απάντηση: «Δεν σκύβω το κεφάλι εκ γενετής – ούστ απο δώ» πρώτη με ποσοστό 95%. Τρομερό ποσοστό, το οποίο δόθηκε απο τους αναγνώστες μας εύκολα και άνετα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς καμμία αναστολή, χωρίς κανένα δισταγμό. Μπράβο σας!

Επίσης, μικρό ποσοστό ψήφων της τάξης του 5% δόθηκε στο: «Δεν έχω άποψη – ας τραγουδήσουμε όλοι μαζί για να περάσει η ώρα!» Σ’ αυτή την απάντηση συμμετείχε η κατηγορία του «Ελληνα χαβαλέ».

Οχι-όχι! Μη βιάζεστε να βγάλετε συμπεράσματα!!!
Μην νομίζετε ότι αυτό, και μόνο αυτό, το ποσοστό αντιπροσωπεύει τον Ελληνα χαβαλέ. Το ποσοστό είναι πολύ μεγαλύτερο στην πραγματικότητα. Απλά, αυτό το ποοστό αντιπροσωπεύει τον Ελληνα χαβαλέ που διαθέτει το «γνώθι σ’ αυτόν» και δεν ντρέπεται να το ομολογήσει.
Καμμία ψήφο δεν έλαβαν τα σημεία: «Δεν σκύβω το κεφάλι γιατί βαριέμαι!» και «Θα το σκύψω για να μην με ζαλίζετε άλλο!». Και δικαιολογημένα! Ο απόλυτος Ελληνας δεν σκύβει το κεφάλι, γιατί όπως είπαμε, το πρόβλημα είναι κινησιακό εκ γενετής , ενώ στο δεύτερο σημείο καθρεφτίζεται το πείσμα του Ελληνα. Αν πει: «όχι δεν το κάνω!» – δεν το κάνει. Είτε ακατόρθωτο, είτε κατορθωτό.

Θείτσες μου, η ψηφοφορία αυτή αναδεικνύει και επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά τόσο τα κινησιακά προβλήματά μας σε ορισμένα θέματα όσο και την ευλυγισία μας σε κάποια άλλα.

Καταλάβατε τίποτα;

Άρθρο της Μαρίλης Μαργωμένου από την Καθημερινή της 9/05/2010
Η σοσιαλιστική εκδοχή του «Καλημέρα Θλίψη» έκανε την πρώτη της δειλή πρεμιέρα στα έδρανα της Βουλής. Θα θυμάστε τον Χρήστο Παπουτσή σ’ εκείνο το ευαγγελικό ξέσπασμα, να αναρωτιέται μήπως χάσει την ψυχή του μες στο ποτάμι των νέων μέτρων. Και ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Βαγγέλη Βενιζέλο με το βλέμμα του Ρασκόλνικοφ μετά που σκότωσε τη γριά, να εξομολογείται πως «είμαστε θλιμμένοι, είμαστε πραγματικά συντετριμμένοι με τα μέτρα που πρέπει να πάρουμε»;
Το έπος του τεθλιμμένου σοσιαλιστή είχε μόλις ξεκινήσει – αλλά την τελευταία εβδομάδα, κορυφώθηκε. Η πάλη του Γ. Παπανδρέου με τον επιχείλιο έρπητα, για την οποία οι συνεργάτες του δήλωναν στις εφημερίδες πως «πρέπει να πονούσε, μα δεν το έδειξε»(!), ήταν απλώς το τελευταίο επεισόδιο. Πριν από αυτό, τα blogs του Διαδικτύου πλημμύρισαν με φωτογραφίες της Αννας Διαμαντοπούλου και της Λούκας Κατσέλη από το υπουργικό συμβούλιο στις οποίες οι δυο τους ποζάρουν σε κατάσταση «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» για να κερδίσουν με το σπαθί τους την αλμοδοβαρική λεζάντα «άλουστες κι αχτένιστες οι υπουργοί».
«Η καλή εκδοχή είναι να πρόκειται για επικοινωνιακή τακτική», λέει ο επικοινωνιολόγος Γ. Σεφερτζής. «Να αποφάσισαν, δηλαδή, οι υπουργοί πως πρέπει να αντικατοπτρίζουν τα συναισθήματα της ελληνικής κοινωνίας». Οχι πως πρόκειται αναγκαστικά για επιτυχημένη επιλογή. Γιατί όπως παρατηρεί ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας επικοινωνίας Civitas, Γ. Φλέσσας, «όταν τα μέτρα έχουν ήδη ληφθεί και ξέρεις πως ήταν αναπόφευκτα, το να συμπάσχεις με τον λαό στα κανάλια επικοινωνιακά δεν έχει νόημα. Αυτός που σε βλέπει δεν χρειάζεται κάποιον να στενοχωρηθεί μαζί του. Χρειάζεται έναν ηγέτη που να έχει πολιτικές θέσεις και λύσεις στο πρόβλημα».
Παρά ταύτα, το σοσιαλιστικό μπλοκ επιμένει στην προοπτική του… άφατου πόνου. Οπως ο Ανδρέας Λοβέρδος, που μοιάζει όλο και πιο βασανισμένος. Δεν είναι μόνον η κούρα αδυνατίσματος την οποία υπέστη κατά την περιφορά του από νοσοκομείο σε νοσοκομείο εκείνο το βράδυ που έπαθε κλακάζ ο τομογράφος. Είναι και η όψιμη επιλογή του υπουργού να αποφεύγει πούδρες, μακιγιάζ και άλλα καλλωπιστικά όταν βγαίνει στο γυαλί, με αποτέλεσμα η φιγούρα του να μοιάζει εξαιρετικά με τη βιβλική μορφή του οσίου Ονούφριου. Γιατί ο όσιος Ονούφριος προσδιορίζεται ως «Παρηγορητής» και ο Α. Λοβέρδος ξέρει να υποστηρίζει τον ρόλο με τις ανάλογες, σπαραξικάρδιες δηλώσεις. «Δεν έχω το κουράγιο να ασχολούμαι με την προηγούμενη κυβέρνηση», λέει με πίκρα στο δελτίο των 20.00. «Είμαι τόσο στενοχωρημένος…».
Και μπορεί να ισχύει αυτό που επισημαίνει ο κ. Σεφερτζής, πως δηλαδή «με τα μέτρα που υφιστάμεθα, δεν μπορεί να βγαίνει ο υπουργός στην τηλεόραση χαμογελαστός σαν να μη συμβαίνει τίποτα», αλλά υπάρχει και το «λεπτό όριο»: «Δεν ζητάει κανείς ο υπουργός να υποκρίνεται τον χαρούμενο, αλλά όχι να βγαίνει και συντετριμμένος. Ο πολίτης τον χρειάζεται να είναι μαχητικός, σίγουρος πως δεν θα πτωχεύσει η χώρα. Ξέρετε εσείς κανένα να πνίγεται και να προσπαθεί να κρατηθεί από τον διπλανό του που πνίγεται;».
Προ μηνός, παρακολουθήσαμε και το ιλαροτραγικότερο των επεισοδίων, όταν σε μια απογευματινή εφημερίδα κύλησε τόσο δάκρυ πρωθυπουργικό, που κόντεψε ν’ απλώσει το μελάνι! Το ρεπορτάζ έγραφε πως ο γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, ο Σ. Ξυνίδης, σε μία συγκέντρωση συνδικαλιστών, εκφώνησε ένα λογύδριο που έβαλε το ακροατήριο σε υποψίες πως ο σεναριογράφος της Μάρθας Βούρτση ξεκίνησε νέα καριέρα στο ΠΑΣΟΚ ως λογογράφος. Κατά την εφημερίδα, ο γραμματέας εξομολογήθηκε στο έκπληκτο κοινό πως τα βράδια «ο πρωθυπουργός δεν κοιμάται» από τη στενοχώρια του. Χωμένος στο μαξιλάρι του, κυνηγημένος από τα spreads που σκαρφαλώνουν στον Γολγοθά του να τον φτάσουν, «ο Γ. Παπανδρέου τις νύχτες κλαίει»! Τι κι αν οι συνδικαλιστές που ήταν στη συγκέντρωση άρχισαν έξαλλοι να στέλνουν επιστολές στις εφημερίδες λέγοντας πως «ποτέ δεν τα είπε αυτά ο Σ. Ξυνίδης»; Η ιστορία του κλαίοντος πρωθυπουργού ήταν ήδη κοινό κτήμα του λαϊκού υποσυνειδήτου. Και συνδυάστηκε γλυκά με το πρόσφατο καρέ του Γ. Παπανδρέου στο υπουργικό συμβούλιο, με τον έρπητα στο χείλος και τις ρυτίδες στο μέτωπο…

ΥΓ (από Θείτσες): Κι εμείς τώρα τελευταία έχουμε ένα θεματάκι με κάτι καντήλες που βγάλαμε στα μαγουλάκια μας, με την έντονη πυτιρίδα που μας παρουσιάστηκε στο τριχωτό της κεφαλής, καθώς και με τη φαγούρα που έχουμε στην αριστερή μας φτέρνα. Φταίει άραγε το ΔΝΤ και τα μέτρα, ή μήπως το σαπουνάκι μας είναι πολύ αλκαλικό???

Δεν ξέρω τι έχω πάθει τώρα τελευταία με τον Σαββόπουλο.
Ό,τι και να μου συμβεί, ό,τι δω κι ό,τι ακούσω, τσουπ… να ‘σου κι ένα τραγουδάκι του Νιόνιου που «κολλάει».
Λες κι αυτός ο άνθρωπος είχε σκοπό του να «ντύσει» μουσικά κάθε μου σκέψη, κάθε γεγονός που με σημαδεύει.
Εχθές για παράδειγμα, πήρα το κοριτσάκι μου και πήγαμε κυριακάτικη εκδρομούλα σε κοντινό νησάκι. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, ο ήλιος της Ελλάδας στη θέση του, λαμπρός και φωτεινός, η θάλασσα να την πιείς στο ποτήρι.
Κι εκεί που κάθομαι αραχτή στο κατάστρωμα της «παντόφλας», κομμάτι κι εγώ της ορδής των κυριακάτικων εκδρομέων – και εκδορέων ενίοτε -, χαζεύοντας τους γλάρους και τους πιτσιρικάδες δίπλα που ακούνε μουσική απ’ τα ipod τους κουνώντας ρυθμικά τα ποδαράκια τους, να ‘τος ο Νιόνιος να κάνει θεαματική εισβολή στο μυαλό μου:
Μα μπαίνει η ‘Ανοιξη στη πόλη,
κι απ’ τ’ ανοιχτό λεωφορείο μου φαίνεστ’ όλοι
τόσο γλυκούτσικοι κι αχνοί,
στη θερινή σας τη στολή.
Κι οι μπάντες παίζουν το τραγούδι σας
που τα κενά μας συμπληρώνει
κι ο ουρανός που αιμορραγεί,
στα πεύκα εκεί μας αθωώνει…