Τις τελευταίες δεκαετίες, των «εύκολων και χαλαρών καιρών», στην σύγχρονη ελληνική δημοσιογραφία το «χρονογράφημα» μολύνθηκε με το μικρόβιο των πολιτικών συμφερόντων και αντικαταστάθηκε απο τον όρο «άποψη».
Σπάνια διαβάζει πλέον ο σύγχρονος έλληνας αναγνώστης, χρονογραφήματα όπως αυτά του Δ. Ψαθά, του Ν. Πολίτη, της Ε. Βλάχου, του Φ. Γερμανού και πολλών άλλων δημοσιογράφων-αρθρογράφων-λογοτεχνών (δεν αναφέρω τους Κ. Παλαμά και Κ. Βάρναλη και κάποιους …Αλλους Σπουδαίους, γιατί, αν και Θείτσα, είμαι πολύ νέα και «μικρή» και ντρέπομαι να περιγράψω και να σχολιάσω συγκεκριμένους Μεγάλους Ανθρώπους των Γραμμάτων, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν -μεταξύ άλλων- και στο χρονογράμημα).
Το χιούμορ, η ειρωνία, η σάτυρα, το συναίσθημα η δραματοποίηση και ο αυτοσαρκασμός, εκφράζονται πλέον μέσα απο την τυποποιημένη γλώσσα άρθρων και δημοσιευμάτων, μια γλώσσα ξύλινη και ενιαία με αυτή της ειδησεογραφίας των περισσότερων Μέσων. Λίγα είναι τα κείμενα-χρονογραφήματα που διαβάζουμε στα σημερινά Μέσα που μιλούν με γλώσσα απλή, άμεσα στο κοινό τους, που καθορίζουν τη διάθεση του αναγνώστη, και διαφοροποιούνται απο τις άλλες μορφές των ειδησεογραφικών κειμένων.
Ο Νίκος Δήμου, περιγράφοντας το «θάνατο» του χρονογραφήματος, αναφέρει με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο: «Θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς στα ΜΜΕ ποιήματα και διηγήματα στα ταμπλόιντ της σημερινής εποχής. Ο ρόλος τους είναι διαφορετικός: πραγματικά μαζικά μέσα επικοινωνίας, απευθύνονται στον δυνητικά ευρύτερο αριθμό ατόμων και προσπαθούν να ανταγωνισθούν την τηλεόραση. Το κοινό τους, ακαλλιέργητο και πολιτικά ποδοσφαιροποιημένο, δεν έχει χρόνο, ούτε προσλαμβάνουσες παραστάσεις, αλλά ούτε και διάθεση, για λεπτές απολαύσεις. Έτσι, μόνο σποραδικά -κι από τις λίγες, πιο ποιοτικές εφημερίδες- μπορεί να αναβιώνει, σαν μουσειακό είδος, αυτό που κάποτε ήταν το πρώτο ανάγνωσμα κάθε Αθηναίου».
Παρακάτω έχουμε αντιγράψει δύο χρονογραφήματα.
Το δεύτερο είναι ένα πολύ όμορφο απόσπασμα από χρονογράφημα του Φρέντυ Γερμανού. Σας προσκαλουμε να τα απολαύσετε!
«Με τη φαντασία»
του ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ
– Πού θα περάσουμε το Πάσχα;
– Όπου θες…
– Δεν έχει όπου θες. Θα πάμε κάπου εδώ κοντά: Λιόσια, Γαλάτσι, Αγία Παρασκευή… Κι αν θες θάλασσα, πάμε στον Αλιμο, στον Άγιο Κοσμά ή στο Πέραμα. Να περπατήσουμε λιγάκι, να ζεσταθεί το αίμα μας και να ξεμουδιάσει το κορμί μας. Θα τρέχουμε ολημερίς κάτου από τα πεύκα ή θα τσαλαβουτάμε στη θάλασσα. Θα γεμίσουνε τα πλεμόνια μας από τη μυρωδιά του ρετσινιού ή της άρμης. Και νωρίς νωρίς θα στρώσουμε τραπέζι στο γρασίδι ή στα φύκια και θα φάμε και θα πιούμε…
– Και πότε θα ψήσουμε τ’ αρνί στη σούβλα;
– Δεν έχει να ψήσουμε τίποτα. Πάνε αυτά που ήξερες. Θα πάρουμε μαζί τα φαγητά μας μέσα σε δίχτυα ή καλάθια – ακόμα και το κρασί μας και λάου λάου, ψιλοκουβεντιάζοντας, θα πάμε όπου ορίσουμε και δε θα καθίσουμε σε μαγαζί, γιατί θα μας κόψουν..
– Και νερό;
– Θα πάρουμε και νερό!
– Και σαπούνι!
– Και σκοινί! πρόσθεσε ο άλλος θυμωμένος.
– Άκου να σου πω εγώ μιαν εκδρομή και πιο ωραία και πιο εύκολη! Θα πάμε μακρυά… Δεν μπορώ να βλέπω μπροστά μου την Αθήνα. Δε θέλω να μου θυμίζει την αθλιότητα της καθημερινής μου ζωής. Θα πάμε είτε στον Πόρο, είτε στον Οσιο Λουκά, είτε στους Δελφούς, είτε στο Μυστρά. Σ’ έναν άλλον κόσμο! Δε θα πάρουμε τίποτα μαζί μας. Μονάχα το γυλιό μας με μια πετσέτα, μια κουβέρτα, μερικά μαντήλια, μιαν οδοντόβουρτσα και τα «Πασχαλινά Διηγήματα» του Παπαδιαμάντη. Θα φορέσουμε τις αρβύλες μας και το κασκέτο μας, θα πάρουμε στο χέρι το μπαστούνι μας κι ύστερα φρέσκοι φρέσκοι θα κινήσουμε… Θα κινήσουμε, αλλά δε θα κινηθούμε! Γιατί για την εκδρομή που σου λέω, δε θα πάρουμε ούτε βαπόρι, ούτε τραίνο, ούτε λεωφορείο. Απλώς θα βγούμε στο μπαλκόνι μας πρωί πρωί ή στο κατώφλι της πόρτας και θα καθίσουμε…
– Κοροϊδεύεις;
– … κι όταν, βγαίνοντας ο ήλιος από το βουνό, μας χτυπήσει τα μάτια και μας θαμπώσει, θα κλείσουμε τα μάτια…
– Και θα… κοιμηθούμε!
– …θα ονειρευτούμε πως πήγαμε στον Πόρο ή στον Οσιο Λουκά κ.λπ. Τα ταξίδια της φαντασίας είναι πάντα ανώτερα από τα ταξίδια τα πραγματικά. Γίνονται όπως τα θέλεις εσύ κι όχι όπως τα θέλουν οι περιστάσεις. Και δεν κοστίζουνε τίποτα: ούτε κόπους, ούτε έξοδα. Και ποτές δεν τελειώνουν με απογοητεύσεις…
– Ασε τώρα τις εξυπνάδες και λέγε: θάρθεις μαζί μας ή όχι;
– Εσύ ναρθείς μαζί μου. Μια φορά στο Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνιού με ζύγωσε κάποιος τρελλός:
-«Πού είνε το σπίτι σου;»
– «Στην Αθήνα, οδός τάδε, αριθμός τάδε… Αλλά τι σου χρειάζεται αυτή η πληροφορία;»
– «Θάρθω απόψε να συνομιλήσουμε».
– «Και πώς θα βγεις απ’ εδώ;» Μου έδειξε τα ύψη. Εγώ ενόμισα πως μου έδειχνε τη μάντρα.
– «Θα πηδήξειςς από τη μάντρα;» τόνε ρώτησα.
– «Θα έρθω από τον ουρανό. Είμαι ο Αντρέας ο… ουρανοβάμων»!
– Λοιπόν, εάν δεν γίνεις ουρανοβάμων, δεν μπορείς να πας πουθενά!
– Είσαι τρελλός!
– Ο Σόλων έκανε τον τρελλό για να πει μιαν αλήθεια• κ’ εγώ κάνω τον τρελό για να ταξιδέψω. Και θα πάω σ’ όλα αυτά τα μέρη συγχρόνως: και στον Πόρο και στον Όσιο Λουκά και στους Δελφούς και στο Μυστρά. Και θα μείνω όσες μέρες θέλω. Θα χαρώ τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες στα λιβάδια, τις βρύσες στο βουνό, τους γλάρους στη θάλασσα… Θα φάω τη μαγειρίτσα μετά την Ανάσταση, με τα κεριά καρφωμένα στο σιταρένιο ψωμί• θα ψήσω τ’ αρνί της σούβλας, θα πιω κρασί μοναστηρίσιο και θα γίνω άλλος άνθρωπος, γιατί είμαι… άλλος άνθρωπος.
Προς: Υπουργείο Παιδείας
Πλατεία Μητροπόλεως
Ενταύθα
Κύριε Υπουργέ,
Μου συνέβη χτες να παρακολουθήσω τυχαία ένα μάθημα ιστορίας σε κεντρικό αθηναϊκό σχολείο. Δεν έχει σημασία ποιο σχολείο ήταν, ούτε ποιος καθηγητής δίδασκε. Δεν έφταιγαν ούτε το σχολείο ούτε ο καθηγητής. Ο μόνος που έφταιγε ίσως ήμουν εγώ που κοιμήθηκα στη μέση του μαθήματος…
Πίστευα ότι στη συναρπαστική εποχή μας, στην εποχή της Ε.Ο.Κ. και βραβείου Καρλομάγνου, η ιστορία θα είχε γίνει ένα συναρπαστικό μάθημα.. Άλλωστε, αν υπάρχει κάτι συναρπαστικό στον τόπο αυτό είναι η ιστορία του…
Λοιπόν, όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο κοιμήθηκα. Είχα χρόνια να κοιμηθώ σε σχολείο ίσως από το τελευταίο μάθημα ιστορίας που είχα παρακολουθήσει σαν μαθητής. Πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια από τότε, αλλά ήταν σαν να μην άλλαξε τίποτε. Ήταν η ίδια νυσταλέα φωνή που έλεγε στα ίδια νυσταλέα παιδιά, το ίδιο νυσταλέο μάθημα. Ο καθηγητής διάβαζε το μάθημα από ένα νεκρό τυπωμένο βιβλίο. ΄Ετσι ακριβώς γινόταν και στις μέρες μας. ΄Ετσι ακριβώς γινόταν και στην εποχή των παππούδων μας. Στον τόπο μας έχουμε το σπάνιο ταλέντο να ανακαλύπτουμε ορισμένα πράγματα τέσσερις ή πέντε αιώνες μετά την ανακάλυψή τους. Έτσι οι καθηγητές της ιστορίας εξακολουθούν να ανακαλύπτουν χωρίς να φταίνε βέβαια εκείνοι, την τυπογραφία!
Εσείς όμως θα πρέπει να ξέρετε πως μετά την τυπογραφία εφευρέθηκαν μερικά πράγματα ακόμα: το φιλμ, το βίντεο. Έξω τουλάχιστον τα Υπουργεία Παιδείας τα έχουν ανακαλύψει από καιρό. Δεν είναι λογικό π.χ. να μιλάμε για τους Βαλκανικούς πολέμους και να μη δείχνουμε τους Βαλκανικούς πολέμους! Απλά πράγματα, που τα ξέρουν όλα τα παιδάκια της Ε.Ο.Κ.
Πριν λίγες μέρες γράψαμε στη στήλη αυτή για τον μπάρμπα –Χριστόφορο Ταβουλάρη που έσβησε σαν μοναχικό γεράκι στο καμαράκι της Αγίας Παρασκευής σε ηλικία 100 ετών. Ο μπάρμπα – Χριστόφορος είχε γνωρίσει το Χαρίλαο Τρικούπη. Βέβαια, το μάθημα περί Τρικούπη θα είναι μαντεύω, μία από τις πιο νυσταλέες στιγμές της σύγχρονης παιδείας μας.
«Ο Χαρίλαος Τρικούπης εγεννήθη το έτος … Έγινε πρωθυπουργός το έτος … Επολιτεύθη για πρώτη φορά το έτος… Απέθανε το έτος …». Πώς να μην πεθάνει ο δυστυχής με τέτοια διεκπεραίωση της ιστορίας του. Αν το ήξερε θα προτιμούσε να μην είχε ζήσει καθόλου. Αναρωτιέμαι, ίσως, πόσο πιο λαμπερή θα ήταν η παρουσία του Τρικούπη μέσα στη σχολική αίθουσα αν είχαμε μαγνητοσκοπήσει όσα θα είχε πει ο μπάρμπα -Χριστόφορος για το μεγάλο πολιτικό. Μαντεύω πόσα μάτια θα σπίθιζαν από ενδιαφέρον εκείνη την ώρα, πόσα χασμουρητά θα κόβονταν στη μέση…
Αυτή την ιστορία χρωστάμε στα παιδιά. Τη ζωντανή ιστορία. Όχι την ψόφια που τους σερβίρουμε… Μιλάμε στα παιδιά για τον πόλεμο της Αλβανίας. Πάλι με βιβλία, πάλι με τυπωμένες φωτογραφίες, πάλι με άψυχα βοηθήματα. Χάθηκαν οι βετεράνοι που θα μπορούσαν να ζωντανέψουν τη μεγάλη περιπέτεια; Χάθηκε ένα συνεργείο να τους κινηματογραφήσει; Χάθηκε, να πούμε πιο απλά, λίγη φαντασία;
Υπάρχουν χιλιάδες τέτοιοι άνθρωποι γύρω μας που θα μπορούσαν να κάνουν την ιστορία να πάψει να είναι ένα ηλίθιο μάθημα.
Υπάρχει η γυναίκα του Γιάννη Τσιγάντε. Υπάρχει η κόρη του Παύλου Μελά. Υπάρχει ο τελευταίος ναύτης του Αβέρωφ. Υπάρχει η κόρη του Γεωργίου Σουρή. Υπήρχε ως λίγο καιρό ακόμα η καπετάνισσα της Σκιάθου. Η αξέχαστη κυρά Συρανιώ που είχε φυγαδεύσει δυο χιλιάδες Νεοζηλανδούς στον πόλεμο.
Λίγο καιρό πριν πεθάνει την είχε κινηματογραφήσει ένα συνεργείο του Β.Β.C. Όχι όμως γι’ αυτή την τηλεόραση αλλά για το νεοζηλανδικό Υπουργείο Παιδείας, που σκόπευε να προβάλλει την ιστορία της σε όλα τα δημοτικά σχολεία…
Της το χρωστάμε, είχε πει ο οπερατέρ.
Αλλά ο Νεοζηλανδός δάσκαλος που συνόδευε το συνεργείο, τον είχε διορθώσει:
Όχι, είπε. Δεν το χρωστάμε σ’ εκείνη. Το χρωστάμε στα παιδιά μας.