Αρχείο

Daily Archives: 30/05/2010

…»συγκινητική» επιστολή απο τη φίλη μου Θείτσα Ελενίτσα.
Ακόμα μια ιδιαίτερα «συγκινητική» στιγμή που ζω, όσα χρόνια τη γνωρίζω.
Ως πότε θ’ αντέξω? Χωρίς άλλα σχόλια:

«Τι σημασία έχει άραγε η πραγματική ηλικία ενός ανθρώπου??? Ένας χρόνος πάνω… δύο χρόνια κάτω… το μόνο που αλλάζει στην πραγματικότητα είναι τα κιλά, οι ρυτίδες και η χοληστερίνη… ευμετάβλητες δηλαδή αξίες που απλά σου προσθέτουν ή σου αφαιρούν σοφία και γνώση.
Τα συστατικά που παραμένουν σταθερά επικεντρώνονται στην όρεξη, που έχεις να τα ανακατέψεις για να φτιάξεις ένα υπέροχο κοκτέιλ και να τα ανάγεις φυσικά στα πιο σημαντικά της ζωής σου!
Όρεξη για τρέλες στην Κούβα και όχι στις Σεϋχέλλες με το όνειρο για μετεγκατάσταση στη χώρα του mojito και της λαγνείας να κρατά καλά… όρεξη για Bacardi Cola μέχρι να φτάσεις στο σημείο να ντρέπεσαι να αντικρίσεις τη μικροβιολόγο η οποία παραμονεύει στη γωνία με τη σύριγγα για να σου πάρει αίμα για τις καθιερωμένες εξετάσεις για να ελέγξεις πως πάει και το ρημάδι το συκώτι σου… όρεξη για χταποδάκι με ούζο, σκέτο παρακαλώ, το οποίο σταματάς να πίνεις μόνο όταν ξεχάσεις το όνομα σου και ξεκινήσεις να εκτοξεύεις απειλές στους υπόλοιπους της παρέας ότι θα βγάλεις τα σωθικά σου… όρεξη για ρακέτες στην παραλία με απώτερο σκοπό να εκνευρίσεις τους φίλους σου… όρεξη για ρομαντικές βαρκάδες στα βρώμικα κανάλια του Αμστερνταμ με τη συντροφιά μιας μπύρας και των κοριτσιών των red districts… Όρεξη για ποδήλατο και ας αγκομαχούν οι δύο λεπτοκαμωμένες και ευαίσθητες ρόδες του… Όρεξη για απροκάλυπτο καμάκι σε συγκεκριμένο target group μετά τις 5 το πρωί και ενώ βρίσκεσαι στο αυτοκίνητο… Όρεξη για μανούρα, στριγγλιές και αποθέωση του εγωισμού εν ώρα εργασίας… Όρεξη… Όρεξη…Όρεξη… !!!!
Όρεξη να έχεις να κάνεις τρέλες και να αποδεικνύεις ότι τελικά η ηλικία των δεύτερων «…΄ντα» έχει ψυχή και φαντασία!
Τώρα βέβαια τι γίνεται στην περίπτωση που κοντοζυγώνεις τα τρίτα «…΄ντα»??? Σε πιάνει πανικός??? Σε λούζει κρύος ιδρώτας??? Το Bacardi Cola μετατρέπεται σε φασκόμηλο με λίγο κρυφό και απαγορευμένο πλέον κονιάκ??? Το χταποδάκι γίνεται γιαουρτάκι 0%??? Οι ρακέτες γίνονται μπιρίμπα??? Το Άμστερνταμ γίνεται Αιδηψός??? Το ποδήλατο γίνεται «Π» ??? Οι μανούρες και οι στριγγλιές μετονομάζονται σε γεροντοπαραξενιά??? Το καμάκι μετατρέπεται σε κοινωνικές επαφές στην ουρά του ΙΚΑ???
Ότι και να γίνεται κυρίες & κύριοι στα τρίτα «…΄ντα» εμάς μας αφήνει αδιάφορους!!!! Γιατί τρελοί ήμασταν, είμαστε και θα συνεχίσουμε να είμαστε!!! Θέλουμε και άλλο Άμστερνταμ! Θέλουμε και άλλο Bacardi! Θέλουμε να δούμε την επιχείρηση μας στην Αβάνα να πετυχαίνει! Θέλουμε και άλλες εκνευριστικές ρακέτες! Κάτω η Αιδηψός και τα λασπόλουτρα! Ναι στο καμάκι και στην κρέπα σαμπίτσα που έρχεται ως επιβεβαίωση του πληγωμένου μας εγωισμού! Το «Π» να το βάλετε εκεί που ξέρετε!
…ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΣ ΠΟΛΛΑ!!!!

ΣΗΜΕΡΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΣΟΥΠΕΡΗΡΩΙΚΗ ΜΥΙΚΗ ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΑΛΕΝΤΟ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ!!!
ΝΑ ΤΑ ΧΙΛΙΑΣΟΥΜΕ!!!! (εάν δεν σκάσουμε απο το ποτό!)»
.
Σχόλιο εορτάζουσας Θείτσας: Ευτυχώς που αυτό γίνεται μια φορά στις 365μέρες.


ΛΑΚΗΣ ΣΑΝΤΑΣ : «Και δέκα ζωές αν είχα, θα τις έδινα!»
Ο αγωνιστής της εθνικής αντίστασης αφηγείται στα «ΝΕΑ» πώς κατέβασαν, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη
Του ΜΑΝΩΛΗ ΠΙΜΠΛΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

«Αυτό που ήταν πραγματικά τρομακτικό ήταν τα Στούκας», λέει στα «ΝΕΑ» ο Λάκης Σάντας. «Ήταν καθέτου εφορμήσεως αλλά ο τρόμος συνδυαζόταν με τον ήχο. Εκτός από τον βόμβο του αεροπλάνου είχαν και μια σειρήνα. Την ώρα που το αεροπλάνο έπεφτε κάθετα βάραγε η σειρήνα, έριχνε και τη βόμβα».
O Λάκης Σάντας θυμάται ότι ενώ οι Γερμανοί είχαν ήδη μπει στην Αθήνα, η πολεμική ατμόσφαιρα ήταν διαρκής και παντού κυριαρχούσε ο τρόμος. «Ο κόσμος ήταν πληροφορημένος, βλέπαμε επίκαιρα, ξέραμε ότι οι Γερμανοί ήταν μπαρουτοκαπνισμένοι, είχαν και βαρύ οπλισμό. Το δράμα ήταν ότι αυτό το ψυχοπλακωτικό κλίμα είχε διαδεχθεί μόλις ένα κλίμα μεγάλου ενθουσιασμού. Την ημέρα που ο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο δημιουργήθηκε παραλήρημα, χτυπούσαν καμπάνες, φώναζαν όλοι “ζήτω η Ελλάδα” και έτρεχαν, χωρίς να το σκεφτούν ούτε λεπτό, στα έμπεδα να πάρουν όπλα να πολεμήσουν. Ό,τι και να ήθελε η πολιτική ηγεσία, το κλίμα ήταν τέτοιο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Όπως στη Γιουγκοσλαβία που το Στέμμα αποφάσισε συνθηκολόγηση και ο κόσμος αναίρεσε την απόφαση- το Βελιγράδι, βέβαια, βομβαρδίστηκε χωρίς έλεος.
Και την ώρα που ολόκληρη Γαλλία, με πολύ ισχυρό στρατό και με ενίσχυση βρετανικού σώματος, κατέρρευσε μέσα σε ένα μήνα και δέκα μέρες, την ώρα που η Γερμανία μπήκε στη Δανία με παρέλαση, η Ελλάδα αντιστάθηκε σθεναρά και ανάγκασε την Ιταλία σε οπισθοχώρηση. Αυτό είναι το μεγαλείο του ΄40. Όλα τ΄ άλλα, γκρίνιες, προδοσίες που ακολούθησαν, είναι λεπτομέρειες», λέει.
Η απόφαση. Λεπτομέρεια δεν είναι, βέβαια, η δική του στάση. Η γενναία του πράξη, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, να κατεβάσει τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, έμεινε στην Ιστορία. «Εκείνο τον πρώτο καιρό της Κατοχής, μαζευόμασταν στο Σύνταγμα και το Ζάππειο και συζητούσαμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε», θυμάται. «Ο Μανώλης, σε μια στιγμή, μου κάνει νόημα να κοιτάξω ψηλά. Μου έδειχνε τη σημαία. “Ναι, αυτό πρέπει να κάνουμε”, είπα αμέσως. Ο πατέρας μου είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους, είχε παρελάσει και στη Θεσσαλονίκη. Μου έλεγε πάντα πόσο μεγάλη σημασία έχει η σημαία στον Στρατό. Αν ο σημαιοφόρος έπεφτε στη μάχη, ο επόμενος έπρεπε να τη σηκώσει αμέσως. Για τους Γερμανούς η πράξη μας ήταν χτύπημα κατάστηθα, γιατί στα μάτια του Χίτλερ η κατάκτηση της Ακρόπολης είχε μεγάλο συμβολισμό και ισοδυναμούσε κάπως με την κατάκτηση όλου του κόσμου».
Όταν οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν την απουσία της σημαίας, σκύλιασαν, λέει ο Σάντας. «Μέχρι τις δωδεκάμισι, μία- οπότε έβγαλαν την πρώτη ανακοίνωση- δεν είχαν αντικαταστήσει τη σημαία. Κυκλοφορούσαν μάλιστα διάφορες φήμες, αφού όλη η Αθήνα είχε δει ότι δεν υπήρχε σημαία πια. Η ενέργειά μας είχε και την έννοια τού να δώσει το μήνυμα ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, παρόλο που μία μέρα πριν είχε πέσει η Κρήτη».
Ο Λάκης Σάντας περιγράφει αναλυτικά τα γεγονότα αυτά, και τον τρόπο με τον οποίο κατέβασαν με τον Μανώλη Γλέζο τη σημαία, σε ένα βιβλίο- πανόδετη έκδοση- που κυκλοφόρησε σήμερα από τις Εκδόσεις Βιβλιόραμα. Είναι η πρώτη φορά που ο 88χρονος Απόστολος Σάντας, εμβληματικό πρόσωπο της Αντίστασης που δεν θέλησε μετά την απελευθέρωση να ασχοληθεί πιο ενεργά με την πολιτική ή να αναλάβει δημόσιους ρόλους, εξιστορεί γραπτά τα γεγονότα της εποχής. Γιατί άργησε τόσο; «Μας εξευτέλισαν, γι΄ αυτό δεν γράφαμε», απαντά. «Όχι οι εχθροί. Αυτό θα ήταν και τιμή. Αλλά οι δωσίλογοι, οι προδότες. Εξευτέλισαν παιδιά που αψηφούσαν το θάνατο, ανθρώπους σπουδαίους. Το αποτέλεσμα ήταν να σιχαθεί ο κόσμος. Τι να τους πεις; Δεν ήθελες ούτε να τους βλέπεις. Με τη Μεταπολίτευση δεν μας πείραζαν πια αλλά είχαμε τόσο σιχαθεί από όσα είχαμε περάσει που δεν είχαμε κέφι για αφηγήσεις. Έπειτα οι άλλοι είχαν γράψει τόσα πολλά… Και η κουτσή Μαρία έγραφε ό,τι ήθελε».
Εντέλει το αποφάσισε. Και το έκανε με τη βοήθεια των παιδιών του και δύο φίλων του, της Ρίτας Βλησμά-Τσαντίλη και του Γιώργου Μαστροδήμου, που τον συνέδραμαν στη διαχείριση του τεράστιου αρχειακού υλικού του. Αλλά και με την ενθάρρυνση των παιδιών που έβλεπε στα σχολεία. Έγραψε με συναρπαστικό τρόπο και συνταρακτικές λεπτομέρειες όχι μόνο για το πώς πήραν με τον Μανώλη Γλέζο τη σημαία, αλλά και για τις περιπέτειές του στην Αντίσταση, ως καπετάνιου του ΕΛΑΣ, ακόμη και για τις οδομαχίες στα Δεκεμβριανά στις οποίες συμμετείχε ενεργά.
Έγραψε και για την οπισθοχώρηση των αποδεκατισμένων μαχητών του, το πώς τους υπερασπίστηκαν οι χωρικοί στα αρβανιτοχώρια της Αττικής, επίσης, βέβαια, για την εξορία αμέσως μετά (Ικαρία, Ψυττάλεια, Μακρόνησο) και τη φυγή του στον Καναδά. Αλλά και για τα αίτια της ήττας. «Περιέγραψα τα γεγονότα σκέτα, καθαρά, αληθινά, όπως τα έζησα. Τι είδα, τι ένιωσα και τι έκανα στον πόλεμο, καθώς και τις σκέψεις μου για τους λόγους που ηττήθηκε η Αριστερά. Όσα συνέβησαν σε μένα, χωρίς φιοριτούρες», μας λέει.
«Το φεγγαράκι μάς κοίταζε με συμπάθεια…»
Στο βιβλίο του ο Λάκης Σάντας αφηγείται πώς, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο κατέβασαν τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. «Πήγαμε πρώτα στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη. Πήραμε τα σχεδιαγράμματα και διαβάσαμε τα πάντα για την Ακρόπολη. Υπήρχε μια ρωγμή, στο βορεινό μέρος του Ερεχθείου, εκεί που ήταν το σπήλαιο της Αγραύλου κι από κάτω ένα ξεροπήγαδο, άντρο του Εριχθόνιου. Δηλαδή, εκεί έμενε ο ιερός όφις της Αθηνάς- ο Εριχθόνιος- ο φύλακας της Ακρόπολης, στον οποίο οι ιερείς έριχναν μια φορά το μήνα μελόπιτες, για να συντηρείται.
Ξέραμε ότι είχαν κάνει εκεί ανασκαφές Γάλλοι αρχαιολόγοι. Και παρατηρήσαμε μια παλιά ξύλινη πόρτα με σανίδες.
Με ένα μικρό φανάρι είδαμε μέσα ότι στη δεξιά πλευρά υπήρχε πλάτωμα με πέτρες και χώματα και πιο πέρα το ξεροπήγαδο. Δεξιά όμως στο βράχο είχε μαδέρια, με τέτοιον τρόπο τοποθετημένα, που ανέβαιναν προς τα πάνω και είχαν μείνει από τις ανασκαφές των αρχαιολόγων.
Τρεις μέρες αργότερα ξαναπήγαμε, ήταν Κυριακή, σαν επισκέπτες στην Ακρόπολη. Κοιτάξαμε το βάθρο, τα σκαλιά, καθώς και την οπή πάλι. Μπροστά από το στρογγυλό βάθρο που ήταν η σημαία- το μπελβεντέρε- υπήρχε μια σκοπιά ξύλινη. Ακόμα, στα Προπύλαια υπήρχε μια διμοιρία Γερμανών, που φύλαγε τη σημαία.
Είμαστε αποφασισμένοι, αν μας ανακάλυπταν, να πέσουμε από την Ακρόπολη και να σκοτωθούμε γιατί ξέραμε ότι αν μας έπιαναν οι Γερμανοί θα μας εκτελούσαν και θα μας βασάνιζαν κιόλας.
«Ταιριάζαμε». Στις 29 Μαΐου, βγάζουν οι Γερμανοί μεγάλη ανακοίνωση, από ραδιόφωνα και εφημερίδες, ότι η μάχη της Κρήτης έληξε. Ο Μανώλης κι εγώ, εκτός απ΄ την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχαμε ο ένας στον άλλο, είχαμε και την ίδια ιδιοσυγκρασία, κάναμε τις ίδιες αυθόρμητες σκέψεις και, με δυο λόγια, ταιριάζαμε πολύ, ιδιαίτερα στο θάρρος και την παλικαριά. Σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να δείξουμε στους Γερμανούς ότι ο αγώνας συνεχίζεται.
30 Μαΐου 1941, βράδυ, ησυχία, ένα τέταρτο σελήνης στον ουρανό. Φτάσαμε, μπήκαμε μέσα, ανεβήκαμε αργά πατώντας στα μαδέρια. Το ζήτημα ήταν να διαπιστώσουμε πού βρίσκεται ο σκοπός. Πήγε ο ένας από τη μια μεριά του Παρθενώνα κι ο άλλος από την άλλη και ρίχναμε πετραδάκια σε διάφορες κατευθύνσεις. Τίποτα. Ησυχία. Προσέξαμε ότι δεν υπήρχε σκοπός.
Στο μεταξύ, ακούγαμε τους Γερμανούς να γλεντούν και να χαχανίζουν για τη νίκη της Κρήτης. Ήρθε η καθοριστική στιγμή. Το φεγγαράκι μάς κοίταζε με συμπάθεια, οι καρδιές μας χτυπούσαν πολύ γρήγορα. Ανεβήκαμε από τα σκαλιά. Η σημαία ήταν τεράστια, για τούτο κι ήταν δεμένη με τρία μεγάλα σύρματα, τα οποία είχαν στρόφιγγες απ΄ έξω από το βράχο και τη συγκρατούσαν. Η σημαία, λοιπόν, κατέβαινε μέχρι τον κόμβο που συναντιόντουσαν τα τρία σύρματα στον ιστό κι από κει δεν πήγαινε πιο κάτω.
Σκαρφαλώναμε, την πιάναμε, την τραβάγαμε, τίποτε δεν γινόταν. Ο μόνος τρόπος για να κατέβει η σημαία ήταν ν΄ ανοίξουν τα σύρματα. Δύσκολο πολύ. Όμως η θέληση, η επιμονή κι η υπομονή μας έφεραν αποτέλεσμα. Κι αφού ανεβήκαμε και κατεβήκαμε στον ιστό πολλές φορές ώς το δύσκολο σημείο- γιατί ο ιστός ήταν λείος και γλίστραγε- κατορθώσαμε με τα χέρια μας να ξεσφίξουμε τις στρόφιγγες και να την ξεμπλέξουμε. Κι η τεράστια σημαία έπεσε και μας κουκούλωσε!
Μέσα μας κυριάρχησε η αίσθηση ότι ήταν μεγάλη εκείνη η στιγμή, με το λιγοστό φως του φεγγαριού να λάμπει πάνω στα μάρμαρα που εκπροσωπούσαν 3.000 χρόνια ιστορίας στα ιερά της πατρίδας μας. Εκεί αισθάνθηκα εγώ αλλά πιστεύω και ο Μανώλης- ότι και 10 ζωές αν είχα θα τις έδινα.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε, ενθουσιασμένοι για το αποτέλεσμα κι αμέσως, μ΄ ένα μαχαιράκι που είχα μαζί μου κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας, απ΄ τον αγκυλωτό σταυρό, και το βάλαμε στον κόρφο μας! Η σημαία ήταν ένας τεράστιος μπόγος και, φυσικά, ήταν αδύνατο να την πάρουμε μαζί μας. Τότε, σκεφτήκαμε να τη ρίξουμε στο ξεροπήγαδο και μάλιστα καλαμπουρίσαμε: “Για να τη φυλάει ο Εριχθόνιος”».
Μάχες σώμα με σώμα στην Αλεξάνδρας…
«Βρέθηκα επικεφαλής ενός αξιόμαχου τμήματος, με καπετάνιο τον Φώτη τον Μεροναίο, και μαζί αρχίσαμε να οδηγούμε τους αντάρτες μας σε τρομερές μάχες, σώμα με σώμα σχεδόν, στην περιοχή κοντά στους Αμπελοκήπους, Λεωφόρο Αλεξάνδρας, Γήπεδο του Παναθηναϊκού, Φυλακές Αβέρωφ, Προσφυγικές Πολυκατοικίες, και μετά προωθηθήκαμε στου Γκύζη, στη συνοικία των προσφύγων», γράφει στο βιβλίο του ο Λάκης Σάντας, περιγράφοντας τα Δεκεμβριανά.
«Οι μάχες ήταν σκληρές και αιματηρές, γιατί οι Άγγλοι (όταν λέμε Άγγλοι, εκτός από δύο τμήματα του αγγλικού στρατού, εννοούμε μια ινδική μεραρχία ενισχυμένη με Άγγλους αξιωματικούς) μεταχειρίζονταν σε μάχες παρατάξεως, την ημέρα πάντα, τανκς ή τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και προπαντός αεροπλάνα, τα οποία οργίαζαν μόνα τους στον αέρα. Δεν μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τα τεθωρακισμένα και τα τανκς, γιατί δεν είχαμε ούτε αντιαρματικά, ούτε μικρά ταχυβόλα ή μικρά κανόνια (ορειβατικά) για να τα χτυπήσουμε. Κι αυτό όχι γιατί ο ΕΛΑΣ δεν είχε τέτοια όπλα. Είχαμε απ΄ όλα. Είχαμε πάρει πολλά, τα περισσότερα από τους Ιταλούς αλλά και από γερμανικά τμήματα ηττημένων σε μάχες μεγάλες, όπως π.χ. στη μάχη στις Καρούτες. Αλλά δεν τα φέρνανε στην Αθήνα. Γιατί; Άγνωστο τότε! Άγνωστο ακόμη και τώρα!».

Η Ζωή μέσω της σελίδας μας στο facebook (OITHEITSES)
έστειλε τις χαρούμενες ευχές της:

Ευχαριστούμε τη Ζωή και όλους τους φίλους μας,

που μέσω του facebook έστειλαν τις θερμές τους ευχές.
Υγεία σε όλους και υπομονή!
Μετά τιμής,
Η, μια εκ των δύο, εορτάζουσα Θείτσα!

Στο «έτερόν μου ήμισυ» – στην αγαπημένη και έξαλλη θείτσα, όλες οι ευχές για χρόνια πολλά, χρόνια καλά, χρόνια ευτυχισμένα!!!

ΥΓ: Εμείς δεν κωλώνουμε ακόμη κι όταν τα κεράκια κοστίζουν παραπάνω από την τούρτα!