Αύγουστος 2004: Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας.
Για 15 ολόκληρες μέρες, η πόλη μας είχε μεταμορφωθεί σε μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.
Η εικόνα της Αθήνας μου θύμιζε το σπίτι μου όταν είχαμε γιορτή: Η μάνα μου είχε κάνει γενική – όνομα και πράμα (είχε καθαρίσει σχολαστικά μέχρι και τους γλόμπους στα φωτιστικά), στο τραπέζι είχε στρωθεί με φροντίδα το κεντητό τραπεζομάντηλο με τα ροζ τριανταφυλλάκια, στο τραπέζι του σαλονιού, ακριβώς στο κέντρο του τσεβρέ με τα εξωτικά λουλούδια (αποτέλεσμα της περίτεχνης πλακοβελονιάς της θείας Κικίτσας), είχε τοποθετηθεί προσεκτικά η κρυστάλλινη φοντανιέρα-καλαθάκι γεμάτη σοκολατάκια μαργαρίτες.
Έτσι κάπως στολισμένη ήταν και η Αθήνα: Οι δρόμοι ήταν καθαροί, οι συγκοινωνίες λειτουργούσαν άψογα, οι φάτσες των ημιτελών οικοδομών είχαν καλυφθεί με τεράστια πανώ με εικόνες από την Αρχαία Ολυμπία, στα ταξί ντρεπόσουν να μπεις μέσα από την πάστρα, η κίνηση στους δρόμους ήταν απολύτως ελεγχόμενη, οι προσόψεις των πολυκατοικιών είχαν βαφτεί, μέχρι και οι ταλαίπωροι Πακιστανοί είχαν εξαφανιστεί από τα φανάρια.
Αυτή η θεαματική αλλαγή είχε επηρεάσει και το δικό μας θυμικό. Νέοι, γέροι και παιδιά μεταμορφωθήκαμε εν μια νυκτί σε άψογους οικοδεσπότες, που ξεχειλίζαμε γαλατικές αβρότητες ακόμη και στην καθημερινότητά μας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο περιπτεράς μου: Ο κυρ-Σπύρος – έτσι τον λένε τον περιπτερά – είναι κομματάκι ιδιόρρυθμός. Για να το πω ξεκάθαρα, ευγενικό δεν τον λες. Τα τελευταία δέκα χρόνια που είμαι πελάτισσά του και αγοράζω καθημερινά τσίχλες, τσιγάρα και εφημερίδα, την καλημέρα του δεν την έχω ακούσει. Με ένα μούγκρισμα με υποδέχεται, με ένα μούγκρισμα με αποχαιρετά.
Στην αρχή με ενοχλούσε κι έψαξα γρήγορα για εναλλακτικές. Η κυρά – Θοδώρα, ιδιοκτήτρια του ψιλικατζίδικου της παρακάτω γωνίας, αποδείχθηκε αφόρητα κουραστική. Εκτός του ότι σπάνια έβρισκα τα τσιγάρα μου (που όλο της τελείωναν και είχε ξεχάσει να παραγγείλει κούτα), έπρεπε να ‘χω τάξει πίτα στον Άγιο Φανούριο για να τη βρω στο μαγαζί να μην μιλάει στο τηλέφωνο ή να μην ανταλλάσσει συνταγές με την κυρία Μαρία τη φουρνάρισσα που το μαγαζί της ήταν δίπλα στο δικό της. Άσε που άμα ήμουν τυχερή και πετύχαινα όλα τα παραπάνω, έπρεπε να συζητήσω μαζί της για τουλάχιστον 10 λεπτά, για θέματα που ξεκινούσαν από τον άδικο χαμό της Λαίδη Ντι και κατέληγαν στην τιμή των μελιτζάνων στη λαϊκή (σ.σ. δεν λεω ότι δεν στεναχωρήθηκα που σκοτώθηκε η Νταϊάνα με τον Ντόντι αλλά δεν το ‘χω βάλει και μαράζι κι από την άλλη δεν μου αρέσουν και οι μελιτζάνες!).
Έτσι, κατέληξα συνειδητά στον κυρ-Σπύρο. Μούγκρισμα – ξεμούγκρισμα, τα τσιγάρα μου ήταν πάντα διαθέσιμα, το ίδιο και οι τσίχλες με γεύση φράουλα, ενώ η εφημερίδα μου με περίμενε βρέξει-χιονίσει, ακόμη κι αν εξαντλούταν σε χρόνο dt όταν είχε προσφορά κανένα καλό DVD.
Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι τον Αύγουστο του 2004. Τότε ήταν που ο κυρ-Σπύρος απλά… μεταλλάχθηκε! Από το οικείο μουγκρητό, ξεκινήσαμε τα «καλημέρα σας κυρία Θείτσα! Πώς είστε σήμερα? Όλα καλά στο σπίτι? Η δουλειά εντάξει? Λίγο κομμένη σας βλέπω σήμερα! Πω – πω, πολύ κουράζεστε… να το προσέξετε αυτό. Θα πάθετε καμία υπερκόπωση και θα τρέχετε! Κόψτε κι αυτό το τσιγάρο! Κακό σας κάνει… θα μαυρίσουν τα πνευμόνια σας.»
Δεν σας κρύβω ότι στην αρχή σκιάχτηκα! Ο κυρ-Σπύρος είχε αρχίσει να με περιβάλλει με μια ακατάσχετη ευγένεια που με τρόμαζε πιο πολύ κι από τον Φρέντυ Κρούγκερ… Μου πήρε τουλάχιστον πέντε μέρες να συνειδητοποιήσω ότι ο κυρ-Σπύρος δεν ήθελε να με δολοφονήσει με το πριόνι (που κάθε μέρα έψαχνα να βρω αν το ‘χει κρύψει πίσω απ’ το ψυγείο των παγωτών), απλά έπεσε κι αυτός θύμα της απίστευτης ευγένειας που είχε κολλήσει σαν ιός της γρίππης όλους τους Αθηναίους εκείνη την περίοδο.
Κανένας δεν είχε γλυτώσει… Οι ταξιτζήδες, οι τροχονόμοι, οι καταστηματάρχες, οι εμποροϋπάλληλοι, οι σουβλατζήδες, ακόμη και οι δημόσιοι υπάλληλοι, είχαν ένα μόνιμο χαμόγελο καρφωμένο στο στόμα, σε χαιρετούσαν στο δρόμο, σκιζόντουσαν να σε εξυπηρετήσουν, και γενικά τσακίζονταν, ο καθένας από το δικό του πόστο, να βγάλουν την Ελλάδα μας ασπροπρόσωπη.
Αυτός ο «σημαιοστολισμός» κράτησε όλο το μήνα (μη σας πω ότι πήρε και λίγο απ’ το Σεπτέμβρη). Η Αθήνα έκανε τους Ολυμπιακούς της, το C4I δεν δούλεψε ποτέ, βόμβες δεν μας βάλανε, χρυσό στα 200 δεν πήραμε γιατί ο Κεντέρης αποκλείστηκε, ο Σάκης έφαγε τούμπα στην τελετή λήξης (το ματιάσαμε το παληκάρι) και όλα γενικώς πήγαν κατ’ ευχήν…
Κι εκεί που έλεγα πως όλα άλλαξαν, κι η υπερηφάνια μου είχε εκτοξευθεί στα ύψη μετά το «Ευχαριστούμε Αθήνα, Ευχαριστούμε Ελλάδα» του Σάμαρανγκ, η «αντιβίωση» της κακομοιριάς μας, το ‘κανε πάλι το θαύμα της… Τον εξαφάνισε τον ιό της ευγένειας μια και καλή.
Ήταν θυμάμαι 10 Σεπτεμβρίου όταν πήγα στο περίπτερο του κυρ-Σπύρου για τα καθημερινά μου. Με το πρώτο «γκργμμμμμμ», κατάλαβα ότι το διάλειμμα τελείωσε… Έπρεπε γρήγορα να μπω μέσα στην τάξη – και όχι μόνο αυτό – , έπρεπε να γράψω και διαγώνισμα στα μαθηματικά!!!
ΥΓ: Ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ έφυγε πριν από ένα μήνα από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών σε κλινική της Βαρκελώνης. Ο Ισπανός παράγοντας έμεινε στην ιστορία του Ολυμπιακού Κινήματος για την προσφορά του. Με 21 χρόνια θητείας στην ηγεσία της ΔΟΕ, υπήρξε ο 2ος μακροβιότερος πρόεδρός της, αφού μόνο ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν έμεινε μεγαλύτερο διάστημα στην ίδια θέση (1896-1925).