Αρχείο

Daily Archives: 26/05/2010


Μικρό παιδί θυμάμαι ήμουν -καν σχολείο δεν πρέπει να πήγαινα- όταν οι γονείς μου πήγαιναν σε επιθεωρήσεις, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες για να δουν τους κωμικούς εκείνης της εποχής, αλλά και να απολαύσουν σάτυρα. Σάτυρα, που τότε, με τον έμμεσο λόγο, άλλες φορές γινόταν «καυστική», άλλες «πονηρή», άλλες «κοινωνική» και άλλες… «πολιτική».

Εκείνη την εποχή, η Ειρήνη Γιαννάτου ήταν μια ηθοποιός της επιθεώρησης και του κινηματογράφου πολύ αγαπητή στο ελληνικό κοινό. Πάρα πολλες φορές ήμουν το λιλιπούτιο κοινό στις επιθεωρήσεις της.

Η Ειρήνη Γιαννάτου μέσα απο την επιθεώρηση σκορπούσε το γέλιο, εκφράζοντας τα αστεία του θεατρικού συγγραφέα, αυτοσχεδιάζοντας, και κυρίως, κάνοντας τα αστεία της με έναν ιδιαίτερο τόνο που έδινε στη φωνή και στην κίνησή της. Φωνή χαϊδεμένη, συρτή, χαμογελαστή, τσαχπίνικη, τάχα αφελής – φωνή που σαν την ακούς θέλεις συνέχεια να γελάς, είτε λέει αστεία, είτε όχι.
Ποτέ δεν έπαιξε «τον ρόλο της απόλυτης σταρ», μα ήταν απο τις ηθοποιούς που όλοι την γνώριζαν, την θαύμαζαν και διέθετε ένα ξεχωριστό χιούμορ για την εποχή εκείνη.
Θεωρώ, πως άλλη τέτοιου είδους θεατρική προσωπικότητα δεν υπήρξε, ούτε και ποτέ φιλοδόξησε να την μιμηθεί καμμία καλλιτέχνης απο τις μεταγενέστερες. Ισως γιατί πάντα μετέφερε την φιγούρα της αμμόρφωτης και αφελούς μεν, αλλά σοφής θείτσας, ενώ παράλληλα φρόντιζε να δείχνει, πως έχει τον δεύτερο ή τρίτο ρόλο της παράστασης. Αυτόν το δευτεραγωνιστικό ρόλο, ο οποίος είναι απαραίτητος για κάθε επιτυχημένο θέαμα – τόσο απαραίτητος, που τον κάνει πρωταγωνιστικό.


Η Ειρήνη Γιαννάτου γεννήθηκε στην Πάτρα το 1917 και απεβίωσε στην Αθήνα το 2000. Ηταν παντρεμένη με τον πολύ μεγάλο ηθοποιό (και, κατ’ εμέ, σπουδαίο χορευτή), Αλέκο Λειβαδίτη.
Το 1952 συγκρότησε δικό της θίασο μαζί με τη Μαρίκα Κρεββατά και τον Μίμη Κοκκίνη και το 1954 με τις Μαρίκα Κρεββατά και Ρένα Βλαχοπούλου. Το 1997 της απονεμήθηκε το βραβείο «Παναθήναια» για τη συνολική της προσφορά στο χώρο της επιθεώρησης.

Την Ειρήνη Γιαννάτου δεν την αγάπησε μόνο η Αθήνα. Την γνώριζε και την αγαπούσε όλη η Ελλάδα, μέσα απο τη χαρακτηριστική της φωνή, η οποία «έβγαινε στον αέρα» κατά την διάρκεια της ολιγόλεπτης επιθεωρησιακής, χιουμοριστικής εκπομπής που είχε τότε στο πανελλαδικό κρατικό ραδιόφωνο. Και στο ραδιόφωνο, υποδυόταν τον ίδιο χαρακτήρα. Αυτόν της αμόρφωτης, αφελούς θείτσας, ενώ παράλληλα ήταν το ίδιο καυστική και πονηρή, σχολιάζοντας λακωνικά κάθε είδους επίκαιρο θέμα της εποχής.

Τελευταία της εμφάνιση στην επιθεώρηση ήταν το 1978 στο θέατρο «Μινώα» με την τότε – αλλά και σήμερα- «επίκαιρη» επιθεώρηση του Ν. Ελευθερίου «Τι Κωστάκης, τι Αντρίκος, τα πληρώνει ο λαουτζίκος» (επιθεώρηση παντός χρόνου, εποχής, καταστάσεων και συνθηκών).
Ρένα Ντορ δεν θα υπάρξει ξανά !

Θυμάστε το κοριτσάκι της αφίσας του ΠΑΣΟΚ, 25 χρόνια πριν?
Αυτό ντε, που περίμενε τις καλύτερες μέρες….
Είχε πράσινα μάτια, καστανόξανθα μακριά μαλλιά και γλυκό χαμόγελο, παρ’ ότι της έλειπαν δύο – τρία δοντάκια. Το μόλις πεντέμισι ετών κοριτσάκι ήταν το ιδανικό αθώο παιδικό πρόσωπο για τη φωτογράφιση. Το 1985 ο κ. Κ. Λαλιώτης, υπεύθυνος τότε της επικοινωνίας στο ΠαΣοΚ, και ο κ. Κ. Κουλούρης, συγκεντρωσιάρχης, την επέλεξαν για την αφίσα του ΠαΣοΚ, την πιο πετυχημένη ίσως προεκλογική αφίσα που έγινε ποτέ για κόμμα.
Η κυρία Γιάννα Βελισσαρίδου, είναι αυτή που με το τότε παιδικό πρόσωπό της συνδέθηκε με τη θριαμβευτική νίκη του ΠαΣοΚ. Τα χρόνια πέρασαν και η κυρία Βελισσαρίδου ούτε καν που θυμάται τον Ανδρέα, ούτε καν περνά έξω από τα γραφεία του ΠαΣοΚ και το σημαντικότερο συμβουλεύει σήμερα όσα παιδιά εμφανίζονται σε προεκλογικά σποτ να μείνουν μακριά απ’ αυτά γιατί όπως λέει «σου αλλάζουν τη ζωή χωρίς να σου προσφέρουν απολύτως τίποτε. Μόνο προβλήματα».
Από τότε η κυρία Βελισσαρίδου έκλαψε πολλές φορές. Εκλαψε το 1985 μόλις προσέφερε τα λουλούδια στον ιδρυτή του ΠαΣοΚ από φόβο, όπως λέει, βλέποντας το πλήθος κάτω από την εξέδρα να αλαλάζει. Εκλαψε εν συνεχεία στο σχολείο, επειδή ντρεπόταν που ξεχώριζε από τα άλλα παιδιά που δεν φωτογραφήθηκαν ποτέ για αφίσες. Εκλαψε αργότερα επειδή την ξέχασαν. Οσα της υποσχέθηκαν τότε δεν έγιναν. Στενοχωριέται σήμερα που τα κόμματα δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε στους ψηφοφόρους τους. Αυτός είναι και ο λόγος που έγινε απολιτίκ. Δεν ανήκει σε κόμμα ούτε συμπαθεί κανέναν αρχηγό. Στις εκλογές ψηφίζει, αλλά φροντίζει πάντοτε και βρίσκει έναν τρόπο για να ακυρώνει την ψήφο της: «Κανένα κόμμα δεν με αντιπροσωπεύει, τα σημερινά κόμματα είναι ένα μηδέν» λέει.
Η Γιάννα Βελισσαρίδου επελέγη τότε τυχαίως για τη φωτογράφηση της αφίσας. Αν η μικρότερη αδελφή της Αγγελική δεν είχε κόψει τότε τα μαλλιά της, θα είχε επιλεγεί εκείνη, αφού ήταν πιο μελαχρινή και «έφερνε» περισσότερο για Ελληνίδα. Ο πατέρας της κ. Κ. Βελισσαρίδης εργαζόταν σε διαφημιστική εταιρεία, γνώριζε τον φωτογράφο κ. Δ. Γκανιάτα που συνεργαζόταν με το ΠαΣοΚ και τον κ. Κ. Λαλιώτη. Η γνωριμία του πατέρα της με τον κ. Λαλιώτη και εν συνεχεία με τον κ. Κουλούρη έβαλαν τη σφραγίδα της πρόσκαιρης δημοσιότητας στη ζωή της. Κάποια στιγμή τα δύο στελέχη του ΠαΣοΚ ζήτησαν από τον κ. Βελισσαρίδη να φέρει τις κόρες του για φωτογράφηση. Εκείνη την ημέρα φωτογράφισαν πάνω από 25 κοριτσάκια και κανένα δεν τους έκανε. Τελικά επελέγη η Γιάννα. Στάθηκε άνετα και υπομονετικά μπροστά στον φωτογραφικό φακό και ενθουσίασε τους πάντες.
Η αποστολή της όμως δεν είχε τελειώσει εκεί. Έπρεπε να ζωντανέψει και την αφίσα. Μία ώρα πριν από τη μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση του ΠαΣοΚ στο Σύνταγμα, να και η Γιάννα, μαζί με τον πατέρα της και τους κκ. Λαλιώτη και Κουλούρη κάτω από την εξέδρα. Της είπαν ότι θα έβλεπε τον Ανδρέα για να γνωρισθούν και να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες, ώστε να εμφανισθεί αυθόρμητη η «μεγάλη αγκαλιά». Η ώρα περνούσε και ο αρχηγός του ΠαΣοΚ δεν εμφανιζόταν• πήγε κατευθείαν στην εξέδρα. Επρεπε να γίνει πρόβα. Τον ρόλο του Α. Παπανδρέου ανέλαβε να παίξει ο κ. Λαλιώτης. Το κοριτσάκι θα έτρεχε στην αγκαλιά του, θα του έδινε τα λουλούδια και θα φιλούσε τον αρχηγό. Οι πρόβες πέτυχαν και όταν ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ ανέβηκε στην εξέδρα, η Γιάννα άκουσε ξαφνικά ένα δυνατό «τρέξε και όπως είπαμε». Ετρεξε, έδωσε τα λουλούδια, έδωσε και το φιλί. Ο Ανδρέας τη σήκωσε στα χέρια του. Οταν τελείωσε η παράσταση, δεν γνώριζε τι να κάνει: «Περιφερόμουν στην εξέδρα. Τρόμαζα με το πλήθος» λέει σήμερα, αλλά τότε ποιος της έδινε σημασία.
Ακόμα δεν της δίνουν σημασία. Και ακόμα περιμένει τις καλύτερες μέρες…

Πηγή: Άρθρο του Νίκου Χασαπόπουλου από το http://www.tovima.gr

Θείτσες μου, τα μάθατε; Bατράχια βγήκαν σήμερα στην Εγνατία Οδό, τα οποία φώναζαν, μεταξύ άλλων: «βρε κεκεξ-κουάξ-κουάξ», ενώ για δύο ώρες περίπου σταμάτησε η κίνηση στον πολυσύχναστο αυτοκινητόδρομο της Θεσσαλονίκης,
Η τροχαία σταμάτησε την κίνηση των αυτοκινήτων, οι οδηγοί αιφνιδιάστηκαν όταν στο παρμπριζ τους είδαν το συμπαθέστατο πράσινο αμφίβιο να τους χαιρετά και να τους ζητά να πλύνει το παρμπριζ για να βγάλει κι αυτός κανένα φράγκο, μιας και η άτιμη η εποχή τον «πέταξε» μετανάστη στην Εγνατία οδό.
Η εισβολή των βατράχων έγινε λίγο πριν απο τον οδικό κόμβο Προφήτη Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, ενώ η επιστήμη έδειξε να μην ξαφνιάζεται, αντίθετα ήταν προετοιμασμένη για το γεγονός: «κάθε τέλος Μαΐου τα βατράχια μεταναστεύουν, έτσι είναι απολύτως φυσιολογικό να κατακλύζουν τους δρόμους. Σε περιόδους μετά από βροχές και σε περιοχές που υπάρχουν πολλά νερά, τα βατράχια βγαίνουν στους δρόμους και κατευθύνονται στα χωράφια, κυρίως τις βραδινές και τις πρώτες πρωινές ώρες», είπε η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ζωολογίας του ΑΠΘ, κα Πασχαλίνα Κυριακοπούλου.
Για άλλη μια φορά οι «βάτραχοι» έγιναν κωμωδία. Αυτή τη φορά, όχι του Αριστοφάνη αλλά της Θεσσαλονίκης και μάλιστα της Εγνατίας Οδού. Κατέληξε όμως σε κυκλοφοριακή και, παρ’ ολίγον, οδική τραγωδία, αφού τρεις οδηγοί αιφνιδιάστηκαν απο τους «πράσινους μετανάστες» και χάνοντας τον έλεγχο του αυτοκινήτου τους, προσέκρουσαν στις προστατευτικές μπάρες του αυτοκινητόδρομου.
Δύο ώρες διήρκεσε η «επέλαση των βατράχων». Δεν άντεξαν το καυσαέριο και το θόρυβο από τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων και έφυγαν.

Που πήγαν τόσοι βάτραχοι;

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα τεράστιο, όμορφο δάσος. Σ’ αυτό το δάσος ζούσε ένας λαός σε απόλυτη αρμονία με τη φύση. Είχαν τα ωραία τους τα άλογα και πήγαιναν για κυνήγι, καλλιεργούσαν πατατούλες, ντοματούλες και πιπεριές, έτρωγαν τους ανανάδες τους και τις παπάγιες τους, στόλιζαν τα μαλλιά τους με φτερά και όταν έρχονταν στα κέφια τους, έριχναν τους χορούς τους με ζουρνάδες και φλογέρες.
Όλα αυτά, μέχρι το τέλος του 15ου αιώνα.
Τότε ήταν που ένας σαπιοκοιλιάς ονόματι Χριστόφορος Κολόμβος έφθασε με τα καράβια του γεμάτα Ισπανούς κονκισταδόρ στην παραλία που έβρεχε το τεράστιο δάσος. Αυτός που λέτε ο Κολόμβος είχε ξεκινήσει από την Ισπανία να πάει στην Ινδία πλέοντας ανατολικά, για να αποδείξει ότι η γη ήταν στρογγυλή σαν αβγό (εξ ου και το αβγό του Κολόμβου!!!). Κι αφού διέσχισε τον ωκεανό, έπιασε στεριά κι είχε χαρές μεγάλες γιατί νόμιζε ότι έφτασε στην Ινδία. Και τον πρώτο ιθαγενή που είδε μπροστά του, τον είπε «Ινδιάνο»… ο μαλάκας!!!
Οι κονκισταδόρ που κουβάλαγε με τα πλοία του ο Χριστόφορος είχαν μπουχτίσει τόσο καιρό στη θάλασσα και μόλις βγήκαν στη στεριά έκαναν τα δικά τους… Είχαν βλέπετε σπαθιά, όπλα και μπαρούτι κι έτσι ελάχιστα μπόρεσαν να αντισταθούν οι «ινδιάνοι». Όμως, το μεγαλύτερο κακό δεν το ‘καναν τα όπλα τους…
Όταν τα αποικιακά ευρωπαϊκά ρεύματα εξαπλώθηκαν, εξαπλώθηκαν μαζί τους και επιδημίες στους ιθαγενείς πληθυσμούς, οι οποίοι δεν είχαν κανένα είδος ανοσίας.
Συνηθισμένες ασθένειες, όπως η ιλαρά κι η ανεμοβλογιά, αλλά και πιο επικίνδυνες, όπως η ευλογιά, αποδεικνύονταν φονικές για τους ιθαγενείς. Ορισμένοι ιστορικοί υπολογίζουν πως μέχρι και το 80% κάποιων γηγενών πληθυσμών πέθανε από ασθένειες που ήρθαν από την Ευρώπη.

Και κάπου εδώ τελειώνει το παραμύθι.
Οι «πολιτισμένοι» το κάναμε πάλι το θαύμα μας. Κατακτήσαμε τη γη των ινδιάνων, χτίσαμε πάνω στις καλλιέργειές τους πόλεις, αραιώσαμε τα δάση για να χωρέσουμε και για να βρούμε ξύλα για τα σπίτια μας.
Και τώρα προσπαθούμε να μαζέψουμε τα ασυμμάζευτα, χωρίζοντας προσεκτικά τα σκουπιδάκια μας και βάζοντας αλλού τα γυάλινα μπουκάλια κι αλλού τ’ αλουμινόχαρτα…

Κι όμως, υπάρχει ελπίδα.
Κι αυτό το λέει ένας από κείνους που χάσανε τη γη τους, ένας από κείνους που είδαν τον πολιτισμό τους να εξαφανίζεται, ένας από κείνους που έγιναν ξαφνικά «μειονότητα» στην δική τους πατρίδα. Το λέει ο «Ινδιάνος» Letakots.
«Όλα τα πράγματα στον κόσμο είναι δύο. Στο μυαλό μας είμαστε δύο – καλοί και κακοί. Με τα μάτια μας βλέπουμε πράγματα – πράγματα που είναι ωραία και πράγματα που είναι άσχημα… Έχουμε το δεξί χέρι που χτυπάει και κάνει το κακό και το αριστερό χέρι γεμάτο καλοσύνη, κοντά στην καρδιά. Το ένα πόδι μπορεί να μας οδηγήσει σε πονηρό μονοπάτι, το άλλο πόδι μπορεί να μας οδηγήσει σε καλό. Έτσι είναι όλα τα πράγματα δύο, όλα δύο.»
Όλα δύο είναι στη ζωή λέει ο Letakots, και στο δικό μας χέρι είναι ν’ αποφασίσουμε ποιόν απ΄ τους δυο δρόμους θ’ ακολουθήσουμε. Το ρόλο μας δεν θα μας τον δώσει κανένας σκηνοθέτης. Εμείς θα κάνουμε την επιλογή μας: «Ινδιάνος» ή «Τζον Γουέιν»?

H αρχαιολόγος, κα Ελένη Τ. Μεντεσίδου μας εξηγεί τι είναι τα «αρ παρχάρ» ή «παρχάρια»:
Παρχαρομάνα λάλεσε, ας έρχουν οι ρομάνες,
Έγω τα χιόνια έλυσα και την χλοάδαν έγκα.

Με αυτό το δίστιχο η παρχαρομάνα κήρυσσε την έναρξη της θερινής περιόδου και καλούσε τους παρχαρέτες στο παρχάρ’ όπου θα περνούσαν το καλοκαίρι.

«Τα παρχάρια ήταν ορεινές περιοχές πλησίον κατοικημένων χωρίων του Πόντου. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση παρά και το ουσιαστικό χωρίον και σημαίνει την περιοχή κοντά στο χωριό. Εκεί μετέβαιναν οι κτηνοτροφικές οικογένειες προκειμένου να περάσουν το καλοκαίρι. Σε μικρές καλύβες χτισμένες με φροντίδα διέμενε η παρχαρομάνα, που ήταν υπεύθυνη για τη φροντίδα του κοπαδιού και ο βοηθοί της, οι μικρότερης ηλικίας ρομάνες. Η μεταφορά αυτή ήταν επιβεβλημένη και γινόταν ανελλιπώς κάθε χρόνο από όλους τους κτηνοτρόφους καθώς στο βουνό οι συνθήκες για την εκτροφή των κοπαδιών ήταν ευνοϊκότερες. Δεν ήταν λίγες και οι περιπτώσεις ωστόσο που αστικές οικογένειες εγκαθίσταντο σε ορεινούς οικισμούς για να παραθερίσουν απολαμβάνοντας το κλίμα του ορεινού τοπίου.
Μετά τον ερχομό τους στην Ελλάδα οι έλληνες του Πόντου ξεπερνώντας τις αρχικές δυσκολίες και προσαρμοζόμενοι στις νέες συνθήκες ζωής στη νέας τους πατρίδα προσπάθησαν να επαναφέρουν στην καθημερινότητά τους τις συνήθεις που είχαν και στον Πόντο. Ξεκίνησαν λοιπόν και στην Ελλάδα να εμφανίζονται σε ορεινές θέσεις πλησίον κτηνοτροφικών κοινοτήτων παρχάρια. Επρόκειτο για την επιβίωση του θεσμού λόγω πραγματικών αναγκών. Οι κτηνοτροφικές οικογένειες που προέρχονταν από τον Πόντο απλά συνέχισαν μια ωφέλιμη για την οικιακή τους οικονομία πρακτική μεταφέροντας κατά τη θερινή περίοδο τα κοπάδια τους σε θέσεις με ευνοϊκές για την εκτροφή τους συνθήκες. Τα παρχάρια διατήρησαν τον αρχικό τους χαρακτήρα και δεν διέφεραν αρχικά σε τίποτε από αυτά του Πόντου.
Παρχάρια στη Ελλάδα συναντούμε στον Νομό Κοζάνης στα χωριά Αγ. Δημήτριος, Ακρινή, Κομνηνά και Τετράλοφος. Με την πάροδο των χρόνων η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η μετατροπή των σύγχρονων συνθηκών ζωής είχε επιπτώσεις και στη ζωή στο παρχάρ’. Ο αρχικός χαρακτήρας τους του παραδοσιακού ορεινού οικισμού έχει αλλοιωθεί. Οι καλύβες έχουν μετατραπεί σε οικίες με ηλεκτρικό ρεύμα και ανέσεις που μία παρχαρομάνα των προηγούμενων δεκαετιών δεν θα φανταζόταν ποτέ. Οι νέοι επιπλέον εγκαταλείπουν την κτηνοτροφία αναζητώντας καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση σε σύγχρονα επαγγέλματα.
Ο δευτερεύον χαρακτήρας των παρχαριών ως παραθεριστικός προορισμός σήμερα επικρατεί. Ο μεγαλύτερος αριθμός των επισκεπτών τους πλέον μεταβαίνει εκεί για διασκέδαση ενώ και οι ελάχιστες κτηνοτροφικές οικογένειες που μεταφέρουν τα κοπάδια τους στο βουνό κατά τους θερινούς μήνες συχνά δεν μένουν εκεί αλλά μετακινούνται αυθημερόν στο χωρίο της μόνιμης κατοικίας τους.
Τα τελευταία χρόνια συναντούμε το φαινόμενο της πραγματοποίησης πολλών εκδηλώσεων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού οι οποίες φέρουν την επωνυμία «Παρχάρ’». Τη δεκαετία του ’80 πρώτος ο Σύλλογος Ματσούκα της Θεσσαλονίκης πραγματοποίησε στο χώρο των παρχαριών του Αγ.Δημητρίου την εκδήλωση «Το Λάλεμα της παρχαρομάνας». Επρόκειτο για ένα συναπάντημα ποντίων από όλο τον ελλαδικό χώρο, όπου για μία ημέρα αναβίωναν έθιμα από τον Πόντο και γινόταν ένα υπαίθριο γλέντι. Αυτού του τύπου οι υπαίθριες εκδηλώσεις πληθαίνουν και γίνονται πλέον σε πολλές ορεινές ή ημιορεινές περιοχές σε όλη την Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα «Παρχάρια» που γίνονται στην περιοχή του οχυρού της Νυμφαίας, στο νομό Ροδόπης, στη Φύσκα του νομού Κιλκίς και στο Δήμο Αχαρνών Αττικής.
Ο θεσμός των παρχαριών έχει πια χάσει τον χαρακτήρα του. Το μόνο που απομένει στους σημερινού ποντίους του ελλαδικού χώρου είναι η επιβίωσή του, η οποία θα πρέπει να γίνεται φροντισμένα και με σεβασμό στις παραδοσιακές δομές προκειμένου η επερχόμενες γενιές να έχουν την ευτυχία να γνωρίσουν ένα κομμάτι του πλούσιου ποντιακού πολιτισμού. Η παραμονή στο Παρχάρ’ είναι τρόπος ζωής, που ακούσια σε μεταφέρει στο παρελθόν, στη χαμένη σου πατρίδα, ενώ η φυγή από εκεί είναι φυγή από ένα ζωντανό ακόμη κομμάτι του Πόντου. Για το λόγο αυτό θα είναι ευτύχημα αν καταφέρουμε να διασώσουμε το θεσμό και να τον μεταφέρουμε ατόφιο στα παιδιά μας».

Οι θείτσες ευχαριστούν τη Θείτσα Στελλίτσα, η οποία γνώριζε το συγκεκριμένο έθιμο, μιας και τις τελευταίες δεκαετίες έχει ταυτιστεί ολοκληρωτικά τόσο με τον ποντιακό λαό όσο και τα έθιμά τους και έτσι γνωρίζει πολύ καλά και από πρώτο χέρι τι θα πει: «παρχάρ».
Μόλις μπει το καλοκαιράκι η Θείτσα Στελλίτσα παίρνει τον Γιωρίκα της και τον Αβραάμ της και ξεκινά το «οικογενειακό παρχάρ» στην εξοχή. Δεν μπορώ να πω… Κι εγώ, που η καταγωγή μου δεν είναι απο τόσο ψηλά, αλλά λίγο χαμηλότερα, τους ακολουθώ. Ετσι, «παρχάρ» κάνω κι εγώ τα τελευταία χρόνια μαζί τους και μάλιστα στο Νομό Αττικής… Τώρα που το καλοσκέφτομαι, ίσως καλύτερα θάταν νάχαμε και τα κοπάδια μας.