Μικρό παιδί θυμάμαι ήμουν -καν σχολείο δεν πρέπει να πήγαινα- όταν οι γονείς μου πήγαιναν σε επιθεωρήσεις, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες για να δουν τους κωμικούς εκείνης της εποχής, αλλά και να απολαύσουν σάτυρα. Σάτυρα, που τότε, με τον έμμεσο λόγο, άλλες φορές γινόταν «καυστική», άλλες «πονηρή», άλλες «κοινωνική» και άλλες… «πολιτική».
Εκείνη την εποχή, η Ειρήνη Γιαννάτου ήταν μια ηθοποιός της επιθεώρησης και του κινηματογράφου πολύ αγαπητή στο ελληνικό κοινό. Πάρα πολλες φορές ήμουν το λιλιπούτιο κοινό στις επιθεωρήσεις της.
Η Ειρήνη Γιαννάτου μέσα απο την επιθεώρηση σκορπούσε το γέλιο, εκφράζοντας τα αστεία του θεατρικού συγγραφέα, αυτοσχεδιάζοντας, και κυρίως, κάνοντας τα αστεία της με έναν ιδιαίτερο τόνο που έδινε στη φωνή και στην κίνησή της. Φωνή χαϊδεμένη, συρτή, χαμογελαστή, τσαχπίνικη, τάχα αφελής – φωνή που σαν την ακούς θέλεις συνέχεια να γελάς, είτε λέει αστεία, είτε όχι.
Ποτέ δεν έπαιξε «τον ρόλο της απόλυτης σταρ», μα ήταν απο τις ηθοποιούς που όλοι την γνώριζαν, την θαύμαζαν και διέθετε ένα ξεχωριστό χιούμορ για την εποχή εκείνη.
Θεωρώ, πως άλλη τέτοιου είδους θεατρική προσωπικότητα δεν υπήρξε, ούτε και ποτέ φιλοδόξησε να την μιμηθεί καμμία καλλιτέχνης απο τις μεταγενέστερες. Ισως γιατί πάντα μετέφερε την φιγούρα της αμμόρφωτης και αφελούς μεν, αλλά σοφής θείτσας, ενώ παράλληλα φρόντιζε να δείχνει, πως έχει τον δεύτερο ή τρίτο ρόλο της παράστασης. Αυτόν το δευτεραγωνιστικό ρόλο, ο οποίος είναι απαραίτητος για κάθε επιτυχημένο θέαμα – τόσο απαραίτητος, που τον κάνει πρωταγωνιστικό.
Η Ειρήνη Γιαννάτου γεννήθηκε στην Πάτρα το 1917 και απεβίωσε στην Αθήνα το 2000. Ηταν παντρεμένη με τον πολύ μεγάλο ηθοποιό (και, κατ’ εμέ, σπουδαίο χορευτή), Αλέκο Λειβαδίτη.
Το 1952 συγκρότησε δικό της θίασο μαζί με τη Μαρίκα Κρεββατά και τον Μίμη Κοκκίνη και το 1954 με τις Μαρίκα Κρεββατά και Ρένα Βλαχοπούλου. Το 1997 της απονεμήθηκε το βραβείο «Παναθήναια» για τη συνολική της προσφορά στο χώρο της επιθεώρησης.
Την Ειρήνη Γιαννάτου δεν την αγάπησε μόνο η Αθήνα. Την γνώριζε και την αγαπούσε όλη η Ελλάδα, μέσα απο τη χαρακτηριστική της φωνή, η οποία «έβγαινε στον αέρα» κατά την διάρκεια της ολιγόλεπτης επιθεωρησιακής, χιουμοριστικής εκπομπής που είχε τότε στο πανελλαδικό κρατικό ραδιόφωνο. Και στο ραδιόφωνο, υποδυόταν τον ίδιο χαρακτήρα. Αυτόν της αμόρφωτης, αφελούς θείτσας, ενώ παράλληλα ήταν το ίδιο καυστική και πονηρή, σχολιάζοντας λακωνικά κάθε είδους επίκαιρο θέμα της εποχής.